Ο Σύνδεσμός μας συμμετείχε στους εορτασμούς για γενοκτονία των Ποντίων και για την Μάχη της Κρήτης, με παρουσία και κατάθεση στεφάνων, από τους Συναδέλφους Εφ. Λοχαγό ΠΖ Τσαίνη Κυριάκο και τον Εφ. Ανθυπολοχαγό Αγγελιδάκη Κων/νο, συνημμένα φωτογραφίες.

Με εκτίμηση

Εφ. Λγός ΜΧ Κρουσταλάκης Παντελής

Πρόεδρος 

* Το άρθρο αυτό βασίζεται ως επί το πλείστον στην υπό έκδοση μελέτη του συγγραφέα «Greece and the British Connection, 1935 – 1941» (Oxford University Press).

Ψηφιοποιήθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Ιονίου Πανεπιστημίου Με την άδεια της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού ΜΝΗΜΩΝ 6 (1976-1977)
Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος

Ο Απρίλιος του 1941 αποτελεί τραγικό ορόσημο στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας : το εξάμηνο πολεμικό δράμα, που τόσο έντονα έζησε η χώρα, τερματιζόταν άδοξα κάτω από το βάρος της γερμανικής είσβολής και άρχιζε η κατοχή κάτω από δραματικές συνθήκες. ο νικηφόρος στρατός
του Αλβανικού μετώπου διαλυόταν, και η Κυβέρνηση — αυτό το ίδιο το Κράτος — παρουσίαζε σοβαρά συμπτώματα αποσύνθεσης, ενώ η χώρα υπέκυπτε ταπεινωμένη στον κατακτητή. Πολύ πιθανό, η κρίση του Απριλίου 1941 δέ θα γίνει ποτέ γνωστή σε όλη την εκτασή της. από τις πηγές που αναφέρονται στην περίοδο αυτή, άλλες παραμένουν απρόσιτες στο μελετητή και άλλες χάθηκαν η καταστράφηκαν κατά την υποχώρηση του στρατού και την αναχώρηση της Κυβέρνησης από την Αθήνα. Τα διαθέσιμα και προσιτά στοιχεία, καθώς και οι μαρτυρίες των συγχρόνων, δέ δίνουν την πλήρη εικόνα της κρίσης, παρά μόνο το περίγραμμα της, φωτίζοντας μερικά τις πτυχές του δράματος. Αξίζει όμως, ακόμη και αν δεν είναι δυνατό να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα, να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις στο βαθμό που επιτρέπουν τα στοιχεία που είναι στη διάθεση του σύγχρονου μελετητή.

Η κρίση του Απριλίου συνδέεται άμεσα με την τελική κατανομή των δυνάμεων της χώρας, κατανομή που υπαγορεύθηκε από την απόφαση της

1. Τα στοιχεία από τα Αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στράτου βασίζονται σε έρευνα του συγγραφέα τα Σεπτέμβριο του 1975. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέρος μόνο των σημειώσεων του συγγραφέα από τα αρχεία αυτά και είναι εκείνα που επέτρεψε η Διεύθυνση Ιστορίας Στράτου να χρησιμοποιηθούν για την συγγραφή μελέτης με θέμα την τελευταία φάση του Πολέμου 1940-1941. Η αρμόδια υπηρεσία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στράτου κράτησε ορισμένα στοιχεία, ενώ αλλά διέγραψε στις σημειώσεις του συγγραφέα ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, αφενός να μείνουν αμετάβλητες οι θέσεις των αντιμαχομένων στο Αλβανικό μέτωπο και αφετέρου να δοθεί η αποφασιστική μάχη κατά των Γερμανών στην οχυρωμένη γραμμή της Ανατολικής Μακεδονίας. οι λαμπρές νίκες του ελληνικού στρατού κατά των Ιταλών είχαν δημιουργήσει στη στρατιωτική ηγεσία της χώρας τη δίκαιη, όχι όμως και ρεαλιστική, αξίωση να κρατήσει ο στρατός τη θέση του νικητή έναντι των Ιταλών ως το τέλος, άσχετα από την έκβαση της άμυνας κατά των Γερμανών και τις γενικότερες στρατηγικές και τακτικές ανάγκες του πολέμου. Ανάλογη ήταν η αξίωση της στρατιωτικής ηγεσίας όσον άφοροι στην άμυνα στην οχυρωμένη γραμμή της Ανατολικής Μακεδονίας. Μολονότι τα οχυρά αυτά είχαν κατασκευαστεί για την αντιμετώπιση άλλου έχθρου και για άλλο είδος πολέμου, η στρατιωτική ηγεσία είχε συνδέσει το γόητρο της με τα δαπανηρά αυτά οχυρωματικά έργα και ήταν αποφασισμένη να μην τα εγκαταλείψει χωρίς μάχη. Ήδη από τον Ιανουάριο του 1941, και με αφορμή τις επικείμενες ελληνοβρετανικές συνομιλίες και το ενδεχόμενο συνεργασίας με τους Βρετανούς, ο αρχιστράτηγος Παπάγος είχε υποβάλει στην Κυβέρνηση τις απόψεις του Γενικού Στρατηγείου, οι οποίες αφορούσαν κυρίως στις ανάγκες και τις προοπτικές του Αλβανικού μετώπου και της οχυρωμένης γραμμής 2

Οι απόψεις αυτές ουσιαστικά δεν απείχαν πολύ από τη γνωστή αμετακίνητη στάση του Γενικού Στρατηγείου το Μάρτιο του 1941 : απόλυτη προτεραιότητα στο Αλβανικό μέτωπο και άμυνα στα οχυρά της Μακεδονίας για την τιμή των όπλων.
Ένα άλλο θέμα που συνδέεται με την κατανομή των ελληνικών δυνάμεων, άφορα στις ελληνοβρετανικές συνομιλίες του Φεβρουαρίου – Μαρτίου για την αποστολή βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα και την δημιουργία κοινου μετώπου κατά των Γερμανών. Αυτό καθ’ εαυτό το θέμα βέβαια δεν ενδιαφέρει άμεσα τη μελέτη αυτή, αξίζει όμως να εξεταστεί σε συντομία, γιατί εξηγεί τις ελληνικές απόψεις που προβλήθηκαν καθώς και τα κίνητρα που υπαγόρευσαν τις απόψεις αυτές. Το θέμα που προέκυψε ευθύς εξαρχής, και το όποιο αποτέλεσε αντικείμενο των διαδοχικών συσκέψεων της 22ας Φεβρουαρίου, αφορούσε στη μεταφορά ελληνικών δυνάμεων στη γραμμή Καϊμακτσαλάν – Βέρμιο – Όλυμπος (γραμμή Αλιάκμονα), τοποθεσία που υπέδειξαν και οι δύο πλευρές. Σύμφωνα με τον Έλληνα αρχιστράτηγο, η γραμμή Αλιάκμονα ήταν η μόνη ενδεδειγμένη από στρατιωτική άποψη και στην τοποθεσία αυτή θα έπρεπε τελικά να συγκεντρωθούν οι ελληνικές δυνάμεις τόσο από την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη όσο και από το δεξιό του Αλβανικού μετώπου. Μετά την εκκένωση των
2. Υπόμνημα Παπάγου, 11 Ιανουαρίου 1941, Α. Παπάγος , Ο πόλεμος της Ελλάδος, 1940-1941, Αθήνα 1945,σ. 327-329,

Η στρατιωτική και η πολιτική κρίση στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 55 ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή ανατολικά του Άξιου, η Ελλάδα θα διέθετε στην κοινή γραμμή άμυνας 35 τάγματα. Ο Παπάγος, οπως είναι γνωστό, υποστήριξε αργότερα οτι απαραίτητος όρος για την εκκένωση αυτή ήταν η ουδετερότητα της Γιουγκοσλαβίας και ότι για τη λήψη παρόμοιας απόφασης ήταν ανάγκη να διασαφηνιστεί πρώτα η στάση της Γιουγκοσλαβίας. Τα επίσημα βρετανικά πρακτικά των συνομιλιών δεν στηρίζουν τη θέση του Παπάγου, αλλά μάλλον την αντίθετη θέση της βρετανικής πλευράς, σύμφωνα με την οποία η απόφαση της εκκένωσης ήταν άσχετη από την στάση που θα τηρούσε η Γιουγκοσλαβία. Το γεγονός όμως ότι δεν υπογράφηκε συμφωνία ούτε ανταλλάχτηκαν επίσημα πρακτικά μετά τη σύσκεψη, επέτρεψε στον Παπάγο να ερμηνεύσει διαφορετικά τα σημεία των αποφάσεων που αναφέρονται στις ενέργειες για την ενημέρωση της Γιουγκοσλαβίας και τη διασαφήνιση της στάσης της.3

Αλλά και η μετέπειτα στάση του Παπάγου γεννά ερωτηματικά σε ο,τι άφορα την ορθότητα των ισχυρισμών του και την ειλικρίνεια των προθέσεων του. Δηλ. κατά πόσο πράγματι δεν υπαναχώρησε μετά τη συμφωνία, με το πρόσχημα της εισόδου γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία, και κατά πόσο ήταν εξαρχής διατεθειμένος να προβεί στην εκκένωση της Ανατολικής Μακεδονίας και στην εγκατάλειψη της οχυρωμένης τοποθεσίας. Δυστυχώς, στα καίρια αυτά ερωτήματα δεν μπορούν να δοθούν ασφαλείς απαντήσεις, εφόσον τα επίσημα ελληνικά στοιχεία που θα επέτρεπαν τη μελέτη των ζητημάτων αυτών δεν είναι ακόμη προσιτά στον ερευνητή.
Μετά την είσοδο γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία (1 Μαρτίου), η μεταφορά ελληνικών δυνάμεων από την Ανατολική Μακεδονία ήταν, σύμφωνα με τον Έλληνα άριστράτηγο, αδύνατη γιατί υπήρχε κίνδυνος να δεχτούν επίθεση προτού να ολοκληρωθεί η σύμπτυξη τους στη νέα αμυντική θέση 4

Είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε οτι οι εκτιμήσειςτου Παπάγου για την ταχύτητα προώθησης των γερμανικών δυνάμεων διαμέσου της Βουλγαρίας και της παράταξης τους σε θέση μάχης ήταν λανθασμένες : οι Γερμανοί υπολόγιζαν τον απαιτούμενο χρόνο σε 30-36 μέρες, όχι σε 15 – 20 η και λιγότερες όπως υποστήριζε ο Παπάγος, δηλ. μεσολαβούσε
3. Επίσημα βρετανικά πρακτικά των συνομιλιών της 22ας Φεβρουαρίου και2ας-4ης Μαρτίου στα Βρετανικά Κρατικά Αρχεία, F.0.371/33145. Τα αντίστοιχαελληνικά πρακτικά παραμένουν ακόμη απρόσιτα στον μελετητή. Βλ. επίσης Παπάγος , ενθ. άν., σ. 265, Α. Eden , The Reckoning, Αονδίνο 1965, σ. 200 κ.έ. οι ημιεπίσημες ελληνικές διπλωματικές ιστορίες (Π. Ν. Πιπινέλη , Ιστορία
της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος 1923-1941, Αθήνα 1948, και Β. Π. Π απ α δ ά κ η, Διπλωματική ιστορία του Ελληνικού πολέμου 1940-1945, Αθήνα 1956) αντιπαρέρχονται το ζήτημα της διαφωνίας σιωπηρά.
4. Παπάγος , ενθ. άν., σ. 266 – 267,

αρκετός χρόνος ώστε να επιτρέψει να ολοκληρωθεί η εκκένωση της Ανατολικής Μακεδονίας από τις ελληνικές δυνάμεις 5

Αξίζει να σημειωθεί εδώότι επανειλημμένες προσπάθειες, τόσο από μέρους των Βρετανών όσο και από μέρους Ελλήνων διοικητών μεγάλων μονάδων, να μεταπειστεί ο αρχιστράτηγος, έμειναν χωρίς αποτέλεσμα 6

Ο Παπάγος ήταν αποφασισμένος η μάχη κατά των Γερμανών να δοθεί στα οχυρά, όπως ήταν αποφασισμένος να παραμείνει ο ελληνικός στρατός νικητής έναντι των Ίταλων ως την
τελευταία στιγμή. Σχετικά με τις σκέψεις του Παπάγου για την άμυνα στα οχυρά, ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες του διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (Τ.Σ.Α.Μ) αντιστράτηγου Μπακόπουλου.
Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις που ευλόγα μπορούν να διατυπωθούν για την εγκυρότητα των πληροφοριών αυτών 7  

— η έκθεση υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής — αξίζει να εξεταστούν, γιατί πιθανό να μην απέχουν πάρα πολύ από την πραγματικότητα. ο Μπακόπουλος αναφέρει ότι σε συνομιλίες που είχε με το βασιλιά Γεώργιο, τον πρωθυπουργό Κοριζή και τον Παπάγο, όλοι τους «έχοντες υπ’ δψιν την μεγάλην ανεπάρκειαν του Τ.Σ.Α.Μ εις δυνάμεις και πολεμικά μέσα, μοί έδήλωσαν κατά τάς ιδίας μεθ’
5. Μ. v a n C r e ν e 1 d. Hitler’s Strategy, 1940-1941 : The Balkan Clue, Καίμπριτζ 1973, σ. 156 κ. ε.
6. Πρακτικά ελληνοβρετανικών συνομιλιών 2- 4 Μαρτίου 1941, F. Ο. 371 /33145· Δ. Κ α θε ν ι ώ τ η, Ai κυριώτεραι στρατηγικοί φάσεις του πολέμου 1940 – 1941, Αθήνα 1946, σ. 122 κ. έ., και Γ. Τσολάκογλου , Απομνημονεύματα, Αθήνα 1959, σ. 63.
7. Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από την έκθεση πεπραγμένων που υπέβαλε ο Μπακόπουλος στο Γενικό Επιτελείο Στρατού κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η μακροσκελής αυτή εκθεσή του, όπως και οι εκθέσεις των άλλων διοικητών μεγάλων μονάδων, υποβλήθηκε με πρωτοβουλία της κατοχικής Κυβέρνησης Τσολάκογλου, που είχε κάθε λόγο να αποδείξει ότι οι κύριοι υπεύθυνοι της διάλυσης του στρατού ήταν η Κυβέρνηση και το Γενικό Στρατηγείο, και ιδιαίτερα ο αρχιστράτηγος*
Γι αυτό έξαλλου και οι μελέτες του στρατηγού Καθενιώτη — διορίστηκε από την Κυβέρνηση Τσολάκογλου πρόεδρος Επιτροπής στην οποία υποβλήθηκαν πολλές από τις εν λόγω εκθέσεις—που στηρίζονται κυρίως στις εκθέσεις αυτές, δεν έχουν την αξία που θα είχαν, αν είχαν συνταχθεί όχι κατά την διάρκεια της Κατοχής, αλλά σε μεταγενέστερη εποχή, και αν ο συντάκτης τους ήταν περισσότερο αμερόληπτος. Είναι ενδιαφέρον ότι με βάσει τις ίδιες εκθέσεις η Διεύθυνση Ιστορίας
Στρατού κατέληξε, με ανάλογη σχεδόν μεροληπτική διάθεση, αλλά με στόχο όχι πια τον αρχιστράτηγο, σε αντίθετα συμπεράσματα. Βλ. Δ. Καθενιώτη , Ιστορικόν πολεμικών επιχειρήσεων, 1940-1941, Αθήνα 1945, και Αί κυριώτεραι στρατηγικαί φάσεις του πολέμου 1940-1941, Αθή α 1946, καθώς και Γεν . Έ π ι τ. Στρατο ύ (Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού), Ο ελληνικός στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον : Το τέλος μιας εποποιίας, Απρίλιος 1941, Αθήνα 1959,

Η στρατιωτική και η πολιτική κρίση στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1041 57 εκάστου συνομιλίας μου, ότι από το Τ. Σ. Α. Μ. δεν άνέμενον άλλο τι παρά να κράτηση υψηλά την τιμήν της Ελλάδος και των Ελληνικών Όπλων». Ο διοικητής του Τ. Σ. Α. Μ, όμως δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις δηλώσεις αυτές. σε εκθεσή του προς το Γενικό Στρατηγείο, με ημερομηνία 5 Μαρτίου, εξέφρασε την αντίθεση του προς την κατανομή των δυνάμεων της χώρας κατά των Γερμανών σε δύο μέτωπα. η κατανομή αυτή σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, θα είχε σα συνέπεια την εύκολη διάσπαση πρώτα της γραμμής των οχυρών και κατόπιν της γραμμής Αλιάκμονα, και τέλος γρήγορη κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου. Πρότεινε λοιπόν να διατεθούν στον τομέα του Τ.Σ.Α.Μ. τρεις μεραρχίες από το Αλβανικό μέτωπο, αν το Γενικό Στρατηγείο επέμενε στην δημιουργία μετώπου στην γραμμή
Αλιάκμονα 9

Συνέπεια της έκθεσης αυτής ήταν να κληθεί ο Μπακόπουλος στην Αθήνα, όπου συνάντησε τον Παπάγο στις 11 και 12 Μαρτίου. σε πρόταση του διοικητή του Τ. Σ. A.M. να διατεθούν στον τομέα του ενισχύσεις από το Αλβανικό μέτωπο ο αρχιστράτηγος απάντησε αρνητικά, «φοβούμενος μήπως εξ αυτού δυνηθώσιν οι Ιταλοί να σημειώσουν επιτυχίαν τινά, έστω και μικράν, πράγμα το όποιον εν ουδεμία περιπτώσει θα ήθελε να συμβή». και ο Μπακόπουλος συνεχίζει : «Εις παρατηρησίν μου ότι το Αλβανικόν μέτωπον εκινδύνευε προ πάντων και ασφαλώς εκ μέρους των Γερμανών, μετά την κατάρρευσιν του Μακεδόνικου τοιούτου, ο Αρχιστράτηγος μοι έδήλωσεν ότι εκείνο το όποιον κυρίως τον ενδιαφέρε, δια την ίστορίαν και δια την παγκόσμιον γνώμην, είναι όπως οι Ιταλοί μείνωσι μέχρι τέλους ηττημένοι παρά του Ελληνικού Στράτου, το όποιον θα συμβή εάν ο Ελληνικός Στρατός κράτηση, τουλάχιστον, τις σήμερον εν Αλβανία θέσεις του και μέχρι της στιγμής, καθ’ ην θα προσεβάλετο και υπό του Γερμανικού Στράτου. Προσέθεσε δε ότι η τύχη του Τ. Σ. A.M., λόγω των ολίγων δυνάμεων, ας διαθέτει, εΐναι προδικασμένη και ότι άπ’ αυτό δεν αναμένει παρά μόνον όπως γράψη μίαν σελίδα δόξης δια την Ελλάδα ».10

Νέα προσπάθεια για την αναθεώρηση της απόφασης του αρχιστράτηγου προς το τέλος Μαρτίου, αυτή τη φορά για την μεταφορά των δυνάμεων του Τ.Σ.Α.Μ. στην γραμμή Αλιάκμονα, έτυχε της ίδιας στερεότυπης απάντησης 11  

8. Έκθεση αντιστράτηγου Μπακόπουλου, Δ. Ι. Σ., Φ. 628/Α/1, σ. 62 κ. έ.
Βλ. επίσης Γ. Ε. Σ. (Διεύθυνση ‘Ιστορίας Στράτου), ο ελληνικός στρατός κατά τον
Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον : Αγώνες εις την Άνατολ. Μακεδ. και Δυτ. Θράκην, Αθήνα 1956, σ. 80 κ. έ.
9. Γ. Ε. Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 72-73.
10. Αυτόθι, σ. 80 – 81.
11. Αυτόθι, σ. 100 κ. ε.

Οι προοπτικές του δεύτερου μετώπου, δηλ. της γραμμής Αλιάκμονα, δεν ήταν καλύτερες. οι βρετανικές δυνάμεις που τελικά παρατάχτηκαν στην τοποθεσία, μία θωρακισμένη ταξιαρχία και δύο μεραρχίες πεζικού, δεν αρκούσαν να καλύψουν το εκτεταμένο μέτωπο. οι ελληνικές δυνάμεις — δύο μεραρχίες πεζικού, η XII και η XX, που αποτέλεσαν το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (Τ.Σ.Κ.Μ.) — μόνο ονομαστικά ήταν μεραρχίες. Η XX μεραρχία, σύμφωνα με το διοικητή του Τ. Σ. Κ. Μ υποστράτηγο Καράσσο, «συγκροτηθεϊσα εσπευσμένως και προχείρως κατά το τρίτον 10 ήμερον Φεβρουαρίου 1941 εις περιοχήν Φλωρίνης εκ δύο Συνταγμάτων Πεζικού, άνευ πυροβολικού, από αξιωματικούς κατά μεγίστην αναλογίαν εφέδρους, από όπλίτας πάσης προελεύσεως και πάσης κατηγορίας με μεγάλην άναλογίαν αγυμνάστων η ατελούς εκγυμνάσεως, με ολπισμόν κατωτέρας αποδόσεως, με πολλάς ελλείψεις εις υλικά διαβιβάσεων, οπλισμόν, άνδρας και προ παντός κτήνη, ήτο κατά την συγκρότησίν της Μονάς άνευ επαρκούς εσωτερικής συνοχής, μειωμένης αριθμητικής δυνάμεως και ηθικού, και σοβαρως ήλαττωμένης μαθητικής αξίας».12

Ανάλογη μαχητική αξία είχε και η XII μεραρχία 13

Η γνώμη του αρχιστράτηγου για τις δύο μεραρχίες, αντίθετα από ο,τι θα περίμενε κανείς, ήταν εξίσου δυσμενής. « η συγκρότησίς των», αναφέρει σε εκθεσή του για τη συνθηκολόγηση, «ήτο ατελής. Είχον πολλάς και σοβορωτάτας ελλείψεις εις αξιωματικούς και όπλίτας, οϊτινες κατά το πλείστον ήσαν ατελούς έκγυμνάσεως. Έν συνάψει ήσαν Μεραρχίαι σοβαρως ήλαττωμένης μαχητικής αξίας. Άλλη εξηντλημένη εκ του άγωνος κατά της Ιταλίας Ελλάς δεν διέθετε πλέον ανάλογη με τη μαχητική τους αξία. Εκεί όμως που επρόκειτο να ξετυλιχτεί το δράμα της αποσύνθεσης του στρατού ήταν η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία, ο τομέας δύο αήττητων στρατιών (Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου και Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, Τ. Σ. Η. και Τ. Σ. Δ. Μ. αντιστοίχως). Εδώ η συμφορά ήταν τεράστια, και ανάλογες οι ευθύνες της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας.
Αμέσως μετά τη γερμανική επίθεση, την 6η Απριλίου, τρία σώματα στρατού (14 μεραρχίες) περίμεναν με αγωνία από το Γενικό Στρατηγείο τη διαταγή σύμπτυξης. Μετά τη διάσπαση της άμυνας στη νότια Γιουγκοσλαβία, στις 7 Απριλίου, γερμανική φάλαγγα προήλασε προς το νότο με κατεύθυνση το Μοναστήρι και τη Φλώρινα, ενώ ανατολικότερα άλλη φάλαγγα ακολουθούσε την κοιλάδα Αξιού με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Στις 9 του
12. “Εκθεση πεπραγμένων του Τ.Σ.Κ-.Μ, 7 Ιουλίου 1942, Δ.Ι.Σ., Φ. 627, σ. 81.
13. Αυτόθι, σ. 81 κ. έ.
14. “Εκθεση Παπάγου, «Παρατηρήσεις τίνες του Αρχιστρατήγου επί των συνθηκών της συνθηκολογήσεως του Τ.Σ.ΗΛ 23 Απρ. 1943, Δ.Ι.Σ. Φ, 634.

Η στρατιωτική και η πολιτική κρίοη στην Ελλάδα τον Απρίλιο τον 1941 59 μηνός εισήλθαν οι πρώτες γερμανικές μονάδες στη Θεσσαλονίκη και την επομένη οι ηρωικοί μαχητές της Ανατολικής Μακεδονίας κατέθεσαν τα όπλα : τα οχυρά είχαν κυκλωθεί και κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Οι Γερμανοί τώρα απειλούσαν και τα δύο πλευρά της γραμμής Αλιάκμονα, καθώς και το δεξιό και τα νώτα του Αλβανικού μετώπου. Η μόνη σωστή, από τακτική άποψη, λύση που απέμενε πιά ήταν η εσπευσμένη σύμπτυξη, τουλάχιστο του δεξιού του Αλβανικού μετώπου, το οποίο διέτρεχε άμεσο κίνδυνο κύκλωσης. Στις 11 του μηνός, προωθημένες μονάδες του εχθρού ήλθαν σε επαφή με το αριστερό της γραμμής Αλιάκμονα και την επομένη διέσπασαν την άμυνα του. ο δρόμος προς τη Θεσσαλία και την Ήπειρο ήταν πια ανοιχτός και η τύχη του Αλβανικού μετώπου προδικασμένη.
Την ίδια μέρα, 12 Απριλίου, εκδόθηκε η αναμενόμενη διαταγή σύμπτυξης του στρατού-
ήταν όμως αργά πιά.
Πιέσεις από μέρους των διοικητών μεγάλων μονάδων στο Γενικό Στρατηγείο να διατάξει τη σύμπτυξη του στρατού είχαν αρχίσει πριν ακόμη εκδηλωθεί η γερμανική επίθεση, μόλις είχαν γίνει σαφείς οι προθέσεις της Γερμανίας να εισβάλει στην Ελλάδα. Αναφέρεται ότι στις αρχές Μαρτίου η διοίκηση του Τ. Σ. Δ. Μ. υπέβαλε στο Γενικό Στρατηγείο σχέδιο που κάλυπτε το ενδεχόμενο γερμανικής επίθεσης και την αποφυγή κύκλωσης από τον εχθρό. Το Τ. Σ. Δ.Μ., το όποιο ήταν η άμεσα απειλούμενη μονάδα του μετώπου, πρότεινε να συμπτυχθεΐ προς νότο, στην τοποθεσία Πίνδος – Βενετικός – Αλιάκμονας, ενώ το Τ. Σ. Η. θα συμπτυσσόταν προς δυσμάς. Παρόμοια έγκαιρη τακτική υποχώρηση, υποστήριζε η διοίκηση του Τ.Σ.Δ.Μ., παρείχε πολλές ελπίδες ότι ο ελληνικός στρατός θα αντέτασσε σοβαρή και αποτελεσματική άμυνα εναντίον των εισβολέων και ήταν δυνατό να κρατήσει την Παλαιά Ελλάδα ως το τέλος του 1941. Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε χωρίς συζήτηση 15  από τακτική άποψη, βέβαια, η προτεινόμενη σύμπτυξη ήταν σωστή. Στην πράξη όμως ήταν ίσως ανέφικτη.
Είναι συζητήσιμο κατά πόσο ήταν σε θέση η εξασθενημένη Ελλάδα να παρατείνει, σε τέτοια κλίμακα και στο έδαφος της, τις εχθροπραξίες εναντίον του Άξονα, και ακόμη αν ήταν ενδεδειγμένο να συνεχίσει τον άνισο αγώνα, τη στιγμή μάλιστα που οι βαλκανικοί της σύμμαχοι την εγκατέλειπαν και η Βρετανία δεν ήταν διατεθειμένη να παράσχει την απαιτούμενη στρατιωτική βοήθεια. Δεδομένου όμως ότι η απόφαση της ελληνικής Κυβέρνησης ήταν να αντιτάξει άμυνα εναντίον της Γερμανίας οπωσδήποτε, η πρόταση του Τ. Σ.Δ. Μ. περί αποτελεσματικής αντίστασης θα έπρεπε κάποτε να εξεταστεί, τουλάχιστον από στρατιωτική άποψη. Η λύση που τελικά υιοθετήθηκε, αποδείχτηκε, τόσο από στρατιωτική όσο και από πολι15, Κ α θ ε ν ι ώ τ η ς, Στρατηγικαί φάσεις, σ. 122 κ. ε.

Ασφαλώς, ο ένδοξος στρατός του πολέμου κατά των Ιταλών ήταν άξιος ενός καλύτερου τέλους από αυτό που του επιφύλαξε η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της χώρας. Είναι πολύ αμφίβολο, όμως, αν ο Παπάγος ήταν σε θέση να αναπτύξει πρωτοβουλία αύτου του είδους η να επιβάλει τις απόψεις του στους επιτελείς και στους στρατηγούς του. Ο αρχιστράτηγος αντιμετώπιζε δύο διαμετρικά αντίθετα ρεύματα, το ενα της μεγάλης πλειοψηφίας του λάου και της ηγεσίας του με επικεφαλής τον βασιλιά που ήταν υπέρ της συνέχισης του αγώνα στο πλευρό των Βρετανών ως την τελική νίκη, και αυτό που αντιπροσώπευαν ορισμένα στελέχη της Κυβέρνησης και της στρατιωτικής ηγεσίας, ηττοπαθή η γερμανόφιλα. Γνωρίζουμε τώρα ότι ο Παπάγος ενέδωσε στις πιέσεις των Βρετανών, κατά τη διάρκεια των ελληνοβρετανικών συνομιλιών του Μαρτίου, να παρατάξει έστω και τις συμβολικές δυνάμεις που παρέταξε στο πλευρό των βρετανικών δυνάμεων, μόνον έπειτα από περέμβαση του βασιλιά, παρέμβαση μάλιστα που υποβίβασε τον αρχιστράτηγο σε απλό εκτελεστικό όργανο. 16 

Συγχρόνως, φαίνεται οτι ο Παπάγος δεχόταν πιέσεις από στελέχη του Γενικού Στρατηγείου να αποφύγει με κάθε θυσία τον πόλεμο με την Γερμανία. Έχει υποστηριχθεί, με βάση τα γερμανικά αρχεία, ότι στις 12 Μαρτίου έγιναν σαφείς προτάσεις στην γερμανική Κυβέρνηση από στελέχη του ελληνικού στρατού, για την αποφυγή γερμανικής επίθεσης με τα γνωστά ανταλλάγματα που απαιτούσαν οι Γερμανοί. 17 

Η συμπεριφορά και οι ενέργειες ορισμένων πολιτικών και στρατιωτικών κατά τη διάρκεια της κρίσης του Απριλίου, αν και δε στοιχειοθετούν σαφή κατηγορία προδοσίας, ενισχύουν τις υπόνοιες οτι η απόφαση για αντίσταση εναντίον των Γερμανών δεν ήταν καθολικά αποδεκτή στους κύκλους της κυβέρνησης και της στρατιωτικής ηγεσίας. Έν όψει λοιπόν των αντίθετων αυτών ρευμάτων και κάτω από το βάρος της τεράστιας ευθύνης της διεξαγωγής του πολέμου, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί η στάση του Παπάγου και, ειδικότερα, η έλλειψη αποφασιστικότητας που έδειξε κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Στο μέτωπο, κοινή πεποίθηση της ολότητας σχεδόν της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν ότι η συνέχιση του πολέμου απέβαινε μάταιη. Παράδοση όμως στον ηττημένο εχθρό αποκλειόταν, και έτσι η μόνη λύση που απέμενε, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν παράδοση στους Γερμανούς με έντιμους όρους. η λύση αυτή προτάθηκε στο διοικητή του Τ. Σ. Η. αντιστράτηγο Πίτσικα, πριν από την γερμανική επίθεση, από το διοικητή του Α’ Σώματος αντιστράτηγο Δεμέστιχα. την ίδια γνώμη είχε και δ διοικητής του Β’

16. Πρακτικά των έλληνοβρεταννικών συνομιλιών, 4 Μαρτίου 1941, F.O. 371/ 33145.
17. C r e ν e 1 d, ενθ. αν. σ. 133,

Η στρατιωτική και η πολιτική κρίση στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 61 Σώματος αντιστράτηγος Μπάκος, που πίστευε ότι ήταν πια αργά να επιχειρηθεί σύμπτυξη από το μέτωπο, γιατί θα είχε ως συνέπεια τη διάλυση του στρατού. Στις 11 Απριλίου ο Πιτσίκας πληροφορούσε τηλεγραφικός το Γενικό Στρατηγείο για τη γνώμη των δύο σωματαρχών του σχετικά με τη σύμπτυξη και την ανάγκη αναζήτησης «λύσεως», η οποία θα εξασφάλιζε «[την] σωτηρίαν και [το] γόητρον [του] νικητου Στράτου μας». 18

Την ίδια λύση υποστήριζε και ο διοικητής του Τ.Σ.Δ.Μ. αντιστράτηγος Τσολάκογλου, ο οποίος, σε ερώτηση του αρχιστράτηγου στις 11 Απριλίου σχετικά με την δυνατότητα σύμπτυξης, άπαντουσε ότι η ευκαιρία παρόμοιου υποχωρητικού ελιγμού είχε παρέλθει.19 

Η διαταγή για σύμπτυξη εκδόθηκε στις 12 Απριλίου (9.30 π.μ.) και σήμανε την αρχή της κρίσης τόσο στο στρατό όσο και στην Κυβέρνηση.
Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση έκδοσης της διαταγής σύμπτυξης είχε σοβαρές επιπτώσεις στο μέτωπο’ καλλιεργήθηκαν, τόσο μεταξύ των οπλιτών όσο και μεταξύ των αξιωματικών, πνευμα απείθειας προς τους ανωτέρους και δυσαρέσκεια κατά της Κυβέρνησης, της οποίας η αδράνεια φαινόταν ασυγχώρητη. η σύμπτυξη του στρατου, που άρχισε την ήμερα έκδοσης της διαταγής, σύντομα εξελίχτηκε σε άτακτη υποχώρηση. Διαρροή ανδρών και ομάδων αναφέρονταν από πολλούς διοικητές, και στις 15 Απριλίου πήρε τη μορφή μαζικών λιποταξιών. Αιτία της κατάστασης αυτής ήταν κυρίως η πεποίθηση ότι η συνέχιση του πολέμου ήταν πια μάταιη και ότι ο στρατός είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη του από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. η εξάντληση των μαχητών, καθώς και η συχνή διακοπή των τηλεφωνικών επικοινωνιών μεταξύ των μονάδων συνέβαλαν ασφαλώς στη σύγχυση. ο διοικητής του Τ.Σ.Δ.Μ. αγνοούσε την έκβαση της μάχης στο αριστερό της γραμμής Αλιάκμονα και πληροφορήθηκε τη διάσπαση της γραμμής στις 13 Απριλίου από το διοικητή του Τ. Σ. Κ. Μ., το οποίο πάλι είχε εγκαταλειφθεί από τα υποχωρούντα βρετανικά στρατεύματα και υποχωρούσε άτακτα με κατεύθυνση την Ήπειρο. Την επομένη (14 Απριλίου) οι δύο μεραρχίες του Τ.Σ.Κ.Μ. τέθηκαν, με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, υπό τη διοίκηση του Τ. Σ. Δ. Μ., όταν πια οι μεραρχίες αυτές είχαν ήδη παύσει να υπάρχουν ως συγκροτημένες μονάδες.
Το απόγευμα της 15ης ο διοικητής της XII μεραρχίας ανέφερε στον διοικητή του Τ. Σ. Κ. Μ., «ότι όλαι αί Μονάδες της Μεραρχίας εΐχον διαλυθή κατά την αφιξίν των εις χώρον νοτίως του Αλιάκμονος, των αξιωματικών αδυνατούντων να συγκρατήσωσι τους φεύγοντας άνδρας, ότι η Μεραρχία
18. Τ.Σ.Η. προς Γενικό Στρατηγείο, Α. Π. 9113/111, εξαιρετικώς επείγουσα, 11 Απρ. 1941, Δ.Ι.Σ., Φ. 634. Βλ. επίσης Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 98.
19 Τσολάκογλου , ενθ. άν., σ. 70 κ. έ., Παπάγος , ένθ. άν., σ. 301-302, Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 98-99.

του δεν απετελείτο πλέον παρά μόνον από τον ίδιον και το επιτελείον του και τους διοικητάς των Συνταγμάτων του». Η άλλη μεραρχία του Τ. Σ. Κ. Μ. η ΧΠ είχε την ίδια τύχη. 20  

Δραματική ήταν η κατάσταση και στον τομέα του Τ. Σ. Δ. Μ., οι μονάδες του οποίου διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο κύκλωσης. ο διοικητής του, που είχε εγκαταστήσει το σταθμό διοίκησης, σύμφωνα με τη διαταγή σύμπτυξης, στην Καλαμπάκα, είχε χάσει κάθε επαφή με πολλές μονάδες του.
Την κατάσταση αυτή ανέφερε στις 15 Απριλίου στο Γενικό Στρατηγείο, το οποίο ενέκρινε την πρόταση του να συμπτυχθουν αί μονάδες του Τ. Σ. Δ. Μ. με κατεύθυνση την Ήπειρο, που ήταν και η μόνη ανοιχτή κατεύθυνση και όχι προς νότον όπως προέβλεπε η διαταγή σύμπτυξης.21 

Στον τομέα του Τ. Σ. Η. η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη· αντίθετα, οι προοπτικές σύμπτυξης ήταν χειρότερες, εξαιτίας της ανεπάρκειας του οδικού δικτύου στο εσωτερικό της Ηπείρου. Το ηθικό των ανδρών ήταν χαμηλό, ιδίως εκείνων των μονάδων που πολεμούσαν διαρκώς επί πέντε μήνες και είχαν υποστεί το βαρύ χειμώνα των αλβανικών βουνών. Για τους άνδρες της VIII μεραρχίας, της φημισμένης μεραρχίας Ηπείρου, σύμπτυξη σήμαινε εγκατάλειψη των εστιών τους στον εχθρό. 22 

Η αποσύνθεση του Τ.Σ.Η. φαίνεται ότι άρχισε στο Β’ Σώμα και συγκεκριμένα στη V μεραρχία (Κρήτης). Σε αναφορά του προς τον Πίτσικα, ο διοικητής του Β’ Σώματος ανέφερε στις
15 Απριλίου σχετικά με την V μεραρχία : «Από της επελεύσεως του σκότους ήρξατο διαρροή ολοκλήρου της Μεραρχίας ούδενός τμήματος μή δυναμένου [sic] να θεωρηθή ως συγκροτημένου. Τούτο μοι ανέφερε προσωπικώς ο Διοικητής της Μεραρχίας δια της φράσεως. «δεν υπάρχει V Μεραρχία». στη συνέχεια έλεγε ότι ο διοικητής πεζικού της μεραρχίας συνταγματάρχης Παπαδόγκονας ανέφερε ότι κανείς έξιωματικός δεν ήταν σε θέση να επιβάλει την τάξη στους στρατιώτες, μερικοί από τους οποίους έστρεφαν τα όπλα κατά των αξιωματικών. Διαρροή επίσης παρατηρήθηκε και στη XV μεραρχία, για να γενικευτεί σύντομα σε ολόκληρο το Β’ Σώμα.
το Α’ Σώμα, αν και δεν είχε επηρεαστεί ακόμη, διέτρεχε τον ίδιο κίνδυνο. το σώμα αυτό αντιμετώπιζε σφοδρή ιταλική επίθεση, ενώ περίμενε να ολοκληρώσει τη σύμπτυξη του το Β’ Σώμα για να συμπτυχθεί κατόπιν και το ίδιο 24 

20. Έκθεση Καράσσου, Δί.Σ., Φ. 627, σ. 73.
21· Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 122- 123.
22. Αυθόθι, σ. 123 κ. έ.
23. Β’ Σώμα προς Τ.Σ.Η., Α.Π. 8598, 15 ‘Απρ. 1941, 4.45 π.μ., Δ.Ι.Σ., Φ. 634.
24. Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 138, 139.

H στρατιωτική και η πολιτική κρίση στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941   Πόλεμο αποδίδει την αποσύνθεση του Τ. Σ. Η. στους εξής λόγους : α) την επίθεση από μια ακόμη μεγάλη δύναμη· β) την ταχεία κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής άμυνας- γ) την ηρωϊκή αλλά βραχεία αντίσταση του Τ.Σ.Α.Μ. και δ) την κατάρρευση του ελληνοβρετανικού μετώπου στην Κεντρική Μακεδονία. οι εξελίξεις αυτές καλλιέργησαν στους αξιωματικούς και οπλίτες του Τ.Σ.Η. την πεποίθηση οτι περαιτέρω αντίσταση ήταν μάταιη. Παράλληλα δμως, ήταν αποφασισμένοι να αποφύγουν πάση θυσία την ταπεινωτική παράδοση στους Ιταλούς. 25

Στους λόγους αυτούς πρέπει να προστεθεί και η εξάντληση ορισμένων μονάδων. η V μεραρχία πολεμούσε χωρίς ανάπαυλα από τις αρχές Φεβρουαρίου ύπό σφοδρό βομβαρδισμό και αντίξοες καιρικές συνθήκες. 26

Σχετικά με τους άνδρες της V μεραρχίας, πρόσθετος λόγος ήταν πιθανόν η δυσαρέσκεια τους κατά της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας, η οποία ελάχιστα φαινόταν να ενδιαφέρεται για την άμυνα της Κρήτης.Ένδεικτικό της δυσαρέσκειας των Κρητων εϊναι ίσως και το επεισόδιο της δολοφονίας του διοικητή της V μεραρχίας υποστράτηγου Παπαστεργίου, μόλις επέστρεψε στην Κρήτη. ο δολοφόνος παρέμενε ασύλληπτος, ενώ οι Κρήτες αρνούνταν να τον παραδώσουν στις αρχές.27 Επίσης, το γεγονός οτι η η Μακεδονία και η Θράκη είχαν ήδη περιέλθει στην κατοχή των Γερμανών ασφαλώς επηρέασε τους άνδρες που προέρχονταν από τις περιοχές αυτές. Τέλος, η ηττοπαθής στάση στελεχών της Κυβέρνησης καθώς και ανώτερων αξιωματικών δεν ήταν δυνατό να μήν έχει αντίκτυπο στο ηθικό του στρατού.
Συμπτώματα ηττοπάθειας η και πανικού μεταξύ μελών της Κυβέρνησης και στελεχών του Γενικού Στρατηγείου ήταν έκδηλα ευθύς μετά τη γερμανική εισβολή και ιδίως μετά τη διάσπαση του μετώπου στην Κεντρική Μακεδονία. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο βασιλιάς Γεώργιος αντιμετώπιζε μια πανικόβλητη Κυβέρνηση και ηττοπαθείς αξιωματικούς, και προσπαθούσε με διάφορα μέτρα να συγκρατήσει την κατάσταση. 28Αλλά οι προσπάθειες του δεν τελεσφόρησαν : στις 15 και 16 Απριλίου ο υφυπουργός Στρατιωτικών Παπαδήμας εξέδωσε σειρά διαταγών με τις οποίες δινόταν άδεια σε έφεδρους αξιωματικούς και οπλίτες διάφορων κλάσεων, κυρίως νεοσύλλεκτων η προερχόμενων από καταληφθεϊσες ήδη περιοχές, που κρί25. Αυτόθι, σ. 142.
26. Αυτόθι, σ. 127.
27. Palairet προς Foreign Office, Τηλ. άρ. 15, Χανιά, 30 Απρ. 1941, F. Ο. 371/29830.
28. Palairet προς Foreign Office, τηλ. άρ. 708, κατεπείγον, αυστηρώς απόρρητο, 14 Απρ. 1941, R 3895/11/19, F.O. 371/29840. Βλ. επίσης τηλ. Αμερικάνου πρεσβευτή, άρ. 229, 14 Άπρ. 1941, Foreign Relations of the United States, 1941, τόμ. Β’, σ. 717-718.

θηκαν ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητοι. Πιθαανόν, τα ελατήρια έκδοσης των διαταγών αυτών να μήν ήταν προδοτικά και ίσως αποσκοπούσαν πράγματι στην αποσυμφόρηση των μετόπισθεν.29

Ο αντίκτυπος όμως των διαταγών στο ηθικό του στρατού ήταν σοβαρότατος, γιατί ερμηνεύτηκαν ως απαρχή αποστράτευσης. Παράλληλα οι πιέσεις στον αρχιστράτηγο για την εξεύρεση λύσης στο μέτωπο έγιναν, μετά τις 16 Απριλίου, συχνές και ισχυρές. με αφορμή τις πιέσεις αυτές, ο Παπάγος κατέστησε σαφές στους αξιωματικούς του Γενικού Επιτελείου ότι συνθηκολόγηση, ενόσω αγωνίζονταν σε ελληνικό έδαφος τα βρετανικά στρατεύματα, αποκλειόταν. 30Διατυπωμένη διαφορετικά η απάντηση αυτή μπορούσε να ερμηνευτεί ως έγκριση της προτεινόμενης συνθηκολόγησης αμέσως μετά την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε αφού εξετάσουμε σύντομα μιαν ενέργεια του Παπάγου που έχει άμεση σχέση με τις πιέσεις των αξιωματικών για την εξεύρεση λύσης. Στις 16 Απριλίου, ο Παπάγος, χωρίς την προηγούμενη συνεννόηση και την συγκατάθεση της Κυβέρνησης, πρότεινε στο Βρετανό διοικητή του εκστρατευτικού σώματος να αποσύρει τις δυνάμεις του από την Ελλάδα, για να μήν παραταθεί η καταστροφή της χώρας. 31 

Ο ανορθόθόδοξος τρόπος υποβολής της πρότασης, δηλ. από τον αρχιστράτηγο και
όχι από την Κυβέρνηση, ξένισε, όπως ήταν φυσικό, τον Churchill, και ιδιαίτερα ο λόγος που προβλήθηκε για την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων. 32Η εσπευσμένη ενεργεία του Παπάγου δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Φαίνεται ότι πριν να συναντήσει το στρατηγό Wilson το απόγευμα της 16ης Απριλίου, ο Παπάγος είχε την πρώτη συνάντηση με τον συνταγματάρχη Γρηγορόπουλο, που είχε σταλεί από τους διοικητές του μετώπου και κόμιζε έκκληση τους για την άμεση εξεύρεση λύσης. 33 Έπρεπε λοιπόν να αποχωρήσουν τα βρετανικά στρατεύματα το ταχύτερο δυνατό για να ανοίξει ο δρόμος της συνθηκολόγησης.
Σχετικά με το χρόνο συνθηκολόγησης, η μαρτυρία του απεσταλμένου των διοικητών του μετώπου είναι αρκετά διαφωτιστική. Πριν να γίνει δε29. Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας έποπιοΐας, σ. 212-213. Βλ. επίσης L a i r d A rc h e r, Balkan Journal, Νέα Υόρκη 1944, σ. 182.
30. Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 172.
31. Αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής προς το υπουργείο Στρατιωτικών
(Βρετανίας), κατεπείγον, άρ. 0/57341, 16 Άπρ. 1941, R 4041/11/19, F.O. 371/29818.
32. Τηλ. Foreign Office, άρ. 836 και 854, 17 και 18 Άπρ. 1941, και Τηλ.
Palairet, άρ. 738, 19 Απρ., R 4041/4064/11/19. F.Ο. 371/29818.
33. Γ.Ε.Σ., Tο τέλος μιας εποποιίας, σ. 173 κ. έ. Σύμφωνα με την επίσημη
ιστορία, που βασίζεται για το θέμα αυτό στην έκθεση του Γρηγορόπουλου, η συνάντηση έγινε περίπου στις 7.00 μ. μ.
Η στρατιωτική και η πολιτική κρίση στην ‘Ελλάδα τον Απρίλιο τον 1941  εκτός από τον Παπάγο, ο Γρηγορόπουλος συνάντησε στο Γενικό Στρατηγείο το διευθυντή του Γ’ Γραφείου συνταγματάρχη Κιτριλάκη, που τον διαβεβαίωσε ότι το Γενικό Στρατηγείο κατανοούσε πλήρως την κατάσταση στο μέτωπο και την επιθυμία των διοικητών να εξευρεθεί «πολιτική λύσις», αλλά παρόμοια απόφαση ήταν δύσκολη εξαιτίας των δεσμεύσεων της χώρας έναντι της Βρετανίας. Τέλος συνάντησε τον αρχιστράτηγο που του έδωσε τις ίδιες σχεδόν εξηγήσεις, ότι δηλ. αναγνώριζε την ανάγκη συνθηκόγησης, χωρίς όμως να εκτεθεί η Ελλάδα έναντι των Βρετανών. Και συνέχισε : «Διέξοδος θα έδίδετο μετά δύο – τρεις ημέρας ίσως και εντός της επομένης, δια της αναχωρήσεως της Κυβερνήσεως και της αναλήψεως της αρχής, υπό ετέρας, η οποία θα παρείχεν εις τον Άρχιστράτηγον εξουσιοδότησαν να προέλθη είς σχετικάς διαπραγματεύσεις μετά των Γερμανών.34»
Σε δεύτερη συνάντηση τους ο αρχιστράτηγος του ανακοίνωσε στενοχωρημένος ότι η Κυβέρνηση σε καμιά περίπτωση δεν θα δεχόταν τη λύση της συνθηκολόγησης και οτι ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει στο πλευρό των Βρετανών ως την τελική νίκη. Ακολούθησε και τρίτη συνάντηση αργά την ίδια μέρα, στην οποία περευρίσκονταν και τρία μέλη της Κυβέρνησης, ο Διάκος, ο Μανιαδάκης και ο Παπαδήμας. ο Μανιαδάκης εξήγησε τους γνωστούς λόγους για τους οποίους η Κυβέρνηση αδυνατούσε να λάβει την απόφαση της συνθηκολόγησης, ενώ ο Παπαδήμας δήλωσε ότι ο στρατός έπρεπε να κρατήσει 4 -5 μέρες ακόμη. Στο μεταξύ, θα είχε αναχωρήσει η Κυβέρνηση από την Αθήνα, οπότε θα ήταν δυνατό να συνθηκολογήσει ο στρατός. ο Γρηγορόπουλος θεώρησε τις οδηγίες του Παπαδήμα «ολιγώτερον άκαμπτους» από τις τελευταίες εξηγήσεις του Παπάγου, αν και σύμφωνες βέβαια με το πνεύμα της κυβερνητικής πολιτικής. το βέβαιο πάντως ήταν οτι τόσο η Κυβέρνηση οσο και το Γενικό Στρατηγείο δεν απέκλειαν τη συνθηκολόγηση, την πρωτοβουλία και ευθύνη της οποίας προτιμούσαν να αναλάβουν οι στρατιωτικοί, αλλά ύστερα από 4- 5 μέρες.
Στο διάστημα αυτό θα είχε προωθηθεί αρκετά η σύμπτυξη των βρετανικών δυνάμεων, και η Κυβέρνηση θα είχε αναχωρήσει. ο Γρηγορόπουλος αναχώρησε για το μέτωπο χωρίς άλλες οδηγίες σχετικά με τη συνθηκολόγηση, αλλά με την εντύπωση ότι «τα πάντα άφήνετο να εξελιχθούν εις την τύχην των35».

Την εντύπωση του απεσταλμένου των διοικητών επιβεβαίωσαν οι εξελίξεις στο μέτωπο και στην Αθήνα την επομένη (17 Απριλίου). την ανάγ34. Θ. Γρηγορόπουλος , από την κορυφή του λόφου. Αναμνήσεις και στοχασμοί, 1914-1952 και 1959-1962, Αθήνα 1966, σ. 186. Βλ. επίσης Γ.Ε.Σ., το τέλος μιας εποποιίας,- σ. 173 κ.έ.
35. Γρηγορόπουλος , ένθ. αν., σ. 187 κ.έ.

κη να βρεθεί αμέσως πολιτική λύση και να τερματιστεί η αποσύνθεση του στρατού εξέθεσε σε έντονο υφός στον αρχιστράτηγο τηλεφωνικώς ο Τσολάκογλου, για να πάρει την απάντηση οτι ήταν επιτακτική ανάγκη να κρατήσει ο στρατός δύο μέρες ακόμη. Την απάντηση δεν συνόδευαν και πάλι σαφείς οδηγίες σχετικά με τη διαδικασία της «λύσεως». Ο διοικητής του Τ.Σ.Δ.Μ. αναφέρει οτι, αμέσως μετά την τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Παπάγο, πληροφορήθηκε ότι μερικοί ανώτατοι διοικητές επιδίωκαν τη σύναψη ανακωχής, έν ανάγκη χωρίς την έγκριση του αρχιστράτηγου. Την ίδια μέρα το Τ.Σ.Δ.Μ. ονομάστηκε και πάλι Γ’ Σώμα και τέθηκε υπό τις διαταγές του Τ.Σ.Η. 36  

Όπως θα δουμε, η υπαγωγή του Τ.Σ.Δ.Μ. υπό το Τ.Σ.Η. δεν ήταν ίσως άσχετη με τις κινήσεις και πρωτοβουλίες του Τσολάκογλου και άλλων διοικητών μεγάλων μονάδων για τη σύναψη ανακωχής·
Στην Αθήνα οι πιέσεις για την εξεύρεση λύσης, που αποσκοπούσαν στην εσπευσμένη αναχώρηση της Κυβέρνησης, κορυφώθηκαν τη 16η, όταν αποφασίστηκε η αναχώρηση για την επομένη. Στην κρίσιμη αυτή καμπή της ελληνικής ιστορίας ο Βρετανός πρεσβευτής πρότεινε στον Γεώργιο να προβεί αμέσως στο σχηματισμό «μιας πραγματικά εθνικής Κυβέρνησης, που θα αντιπροσώπευε ολόκληρη την Ελλάδα», αφού σύντομα θα περιερχόταν η χώρα στην κατοχή του Άξονα, ο Γεώργιος ασφαλώς δέ συνέλαβε τον αντίκτυπο που θα είχε στον αγωνιζόμενο λαό παρόμοια ενέργεια ούτε και τις επιπτώσεις στις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Γι’ αυτό άλλωστε απέρριψε χωρίς πολλή σκέψη την τόσο σημαντική αυτή πρόταση. 37  

Ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας θα σήμαινε την πανηγυρική κατάργηση του δικτατορικού καθεστώτος επί ελληνικού εδάφους, πριν ακόμη συναφθεί η ανακωχή από τους διοικητές του μετώπου, και επάνοδο στη συνταγματική νομιμότητα, η οποία θα αποτελούσε αναγνώριση της εθνικής ενότητας που είχε σφυραλατήσει ο απαράμιλλος αγώνας του λαου. Ο Γεώργιος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να προβεί σε αυτή τη χειρονομία, η οποία πιθανό, να προλάβαινε πολλά δεινά.
Η αρνησή του, είτε από μικροψυχία είτε από λανθασμένη εκτίμηση της κατάστασης, να καταργήσει το δικτατορικό καθεστώς την ύστατη ώρα, πρέπει να καταχωρηθεί στο παθητικό του Γεωργίου, ως ενα από τα σοβαρότερα σφάλματα του, εξίσου σοβαρό με εκείνο που διέπραξε στις 4 Αυγούστου 1936, όταν έδωσε την συγκατάθεση του για την επιβολή του καθεστώτος αυτού.
36. Τσολάκογλου , ένθ. άν., σ. 87-88. Βλ. επίσης Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 180.
37. Palairet προς Foreign Office, τηλ. άρ. 735, 16 Άπρ. 1941, R 4033/11/19,
F.O. 371/29818.

Η στρατιωτική xaι η πολιτική κρίση στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941  
Στις 17 Απριλίου ξέσπασε η στάση στο ναυτικό και η κρίση επιδεινώθηκε. Την επομένη, Μεγάλη Παρασκευή, αποφασίστηκε η αναβολή της αναχώρησης της Κυβέρνησης, έπειτα από διαβεβαίωση του Βρετανού διοικητή οτι η πρωτεύουσα δεν διέτρεχε κίνδυνο τουλάχιστο για μια εβδομάδα ακόμη. 38  

Το πρωί της ίδιας μέρας ο πρωθυπουργός δεχόταν τηλεφωνική έκκληση του Πιτσίκα να βρεθεί αμέσως λύση, και έδινε την υπόσχεση να τηλεγραφήσει ως το μεσημέρι στο μέτωπο την άδεια να συναφθεί ανακωκωχή. 39

Σε τηλεγράφημα της ίδιας μέρας προς το Γενικό Στρατηγείο και τον πρόεδρο της Κυβέρνησης, ο διοικητής του Τ.Σ.Η. ανέφερε : «Κατάστασις εφθασεν εις το άπροχώρητον. Τμήματα XVII [Μεραρχίας] εγκαταλείπουσι θέσεις. Α’ Σώμα αναφέρει διαρροήν εις VII Μεραρχίαν. XI Μεραρχία διαρρέει. Προς Θεου σώσατε Στρατόν από τους Ιταλούς». 4 0  

Ενώ όμως ο Πιτσίκας ικέτευε το Γενικό Στρατηγείο και την Κυβέρνηση να αποφασίσουν για την τύχη του στρατού, οι τρεις σωματάρχες, με την υποστήριξη του μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος, αναλάμβαναν την πρωτοβουλία της ανακωχής. τη νύχτα της 18ης, αποφάσισαν να στείλουν στην Κυβέρνηση τελεσίγραφο 12 ωρών να αποφασίσει- διαφορετικά, οι σωματάρχες θα σχημάτιζαν κυβέρνηση στα Ιωάννινα, με πρωθυπουργό το μητροπολίτη και μέλη τους ίδιους, και με σκοπό την εξεύρεση λύσης. 41  

Όπως θα δουμε όμως αμέσως παρακάτω, εξεύρεση λύσης στο χρονικό διάστημα που απαιτούσαν οι τρεις σωματάρχες ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη, εκτός αν η Κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να διακινδυνεύσει μια ρήξη στις ελληνοβρετανικές σχέσεις. σε σύσκεψη του υπουργικού Συμβουλίου, υπό την προεδρία του βασιλιά, το απόγευμα της ίδιας μέρας (18 Απριλίου), εξετάστηκε και το λεπτό αυτό θέμα, μαζί με αλλά, όπως η κατάσταση του στρατού, κρούσματα πανικού η προδοσίας, καθώς και οι διαταγές του υφυπουργού Στρατιωτικών που αναφέρθηκαν παραπάνω. Κατά τη διάρκεια της μοιραίας εκείνης σύσκεψης, αναφέρεται ότι μερικοί υπουργοί επέκριναν δριμύτατα την πολιτική που είχε ακολουθήσει ως τότε η Κυβέρνηση. Ο υφυπουργός Στρατιωτικών, αφού άνέγνωσε σειρά τηλεγραφημάτων από το μέτωπο, εξέφρασε τη γνώμη οτι ακόμη και αν οι Βρετανοί ήταν σε θέση, όπως διαβεβαίωναν, να αντιτάξουν αποτελεσματική άμυνα στις Θερμοπύλες για μερικές μέρες, παρόμοια αντίσταση ήταν, εν όψει της τραγικής κατά

38. Palairet προς Foreign Office, τηλ. άρ. 745, 18 *Απρ. 1941, R 4117/11/19, F.O. 371/29818.
39. Γ.Ε.Σ., Το τέλος μίας εποποιίας, σ. 213,
40. Τ.Σ.Η. προς Γενικό Στρατηγείο και πρόεδρο Κυβερνήσεως, άρ. Α.Π.
9373/1365, Τ.Τ. 197, 18 Απρ. 1941, Δ. Ι. Σ. Φ. 634. Βλ. επίσης Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 213, όπου το ίδιο τηλεγράφημα σε ελαφρώς διαφορετική μορφή.
41. Αυτόθι, σ. 214-215.

στασης στην Ήπειρο, μάταιη. Προέκυψε λοιπόν θέμα άμεσης αναχώρησης των βρετανικών στρατευμάτων, ώστε να διευκολυνθεί η θέση των διοικητών του στρατού. Ορισμένα μέλη της Κυβέρνησης πρότειναν να αναχωρήσουν αμέσως στην Κρήτη ο βασιλιάς και η Κυβέρνηση για να επισπευτεί η σύναψη ανακωχής, ενώ αλλά πρότειναν να αναλάβει η ίδια η Κυβέρνηση την πρωτοβουλία και την ευθύνη της συνθηκολόγησης. Όπως ήταν φυσικό, ο βασιλιάς απέρριψε την τελευταία πρόταση, γιατί ισοδυναμουσε με ρήξη των ελληνοβρετανικών σχέσεων και σπίλωση της τιμής της χώρας.
Αποτέλεσμα των αντιρρήσεων του βασιλιά και μερικών υπουργών ήταν να μη ληφθεί καμιά απόφαση. Αναφέρεται ότι στο τέλος της σύσκεψης ο Κοριζής πρότεινε να σχηματιστεί στρατιωτική κυβέρνηση και ότι ο Γεώργιος δέχτηκε να εξετάσει την πρόταση αυτή. τη σύσκεψη αυτή ακολούθησε και δεύτερη, στην οποία παρακάθησαν ο βασιλιάς, ο πρωθυπουργός, ο υφυπουργός Στρατιωτικών και ο υπουργός Ασφαλείας Μανιαδάκης. Αλλά και η σύσκεψη αυτή δεν οδήγησε σε απόφαση. Μετά το τέλος της σύσκεψης, ο Κοριζής αποσύρθηκε στο σπίτι του όπου αυτοκτόνησε. Τηλεγράφημα του Βρετανού πρεσβευτή της ίδιας μέρας (5.35 μμ.) αναφέρει :
« ο πρόεδρος [της] Κυβέρνησης μόλις αυτοκτόνησε, αφού δήλωσε στον βασιλιά οτι απέτυχε στο έργο που του είχε αναθέσει»47 

Η αυτοκτονία του Κοριζή έδωσε την ευκαιρία στο Βρετανό πρεσβευτή να προτείνει έκ νέου στο βασιλιά να προβεί αμέσως στο σχηματισμό «κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας», αλλά χωρίς αποτέλεσμα και πάλι.   Αργά το βράδι της ίδιας μέρας ο Γεώργιος ανακοίνωσε στον Palairet την πρόθεση του να αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, στον Κοτζιά. ο βασιλιάς θα ασκούσε τα καθήκοντα του προέδρου της Κυβέρνησης με αντιπρόεδρο του τον Κοτζιά. οι λόγοι που πρόβαλε ο Γεώργιος για την εκλογή του Κοτζιά ήταν : α) οτι η κατάσταση απαιτούσε ενα «δημαγωγό» για να ανυψώσει το ηθικό του λάου και του στρατού, και β) οτι ο Κοτζιας ήταν ο μόνος υπουργός που δεν είχε προτείνει την άμεση αναχώρηση του βασιλιά και της Κυβέρνησης από την Αθήνα. Σε παρατήρηση του Βρετανού πρεσβευτή οτι ο Κοτζιάς ήταν ελάχιστα ενδεδειγμένος να σχηματίσει
42. Palairet προς Foreign Office, τηλ. άρ. 747, κατεπείγον, αυστηρώς απόρρητο, 18 Άπρ. 1941, R 4119/11/19, F.O. 371/29818. Βλ. επίσης Π. Ν. Πιπινέλης , Γεώργιος Β’, ‘Αθήνα 1951, σ. 106, Κ. Κ οτ ζι α ς, Ελλάς. ο πόλεμος και η δόξα της, γ’ δκδ., ‘Αθήνα 1947, σ. 402 κ. έ., Α. Ε. Σ α κ ε λ λα ρ ί ου, Η
θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, β’ δκδ., ‘Αθήνα 1944, σ. 214, Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 177, Α. S. G. L e e, The Royal House of Greece, Λονδίνο 1948, σ. 85.
43. Palairet προς Foreign Office, τηλ. έρ. 748, κατεπείγον, αυστηρώς απόρρητο, 18 Άπρ. 1941, 8.00 μ.μ., R4120/11/19, F.0.371/29818.

Η στρατιωτική και η πολιτική κρίση στην Ελλάδα τον Απρίλιο τον 1941  κυβέρνηση λόγω της γνωστής γερμανοφιλίας του, ο βασιλιάς δήλωσε ότι έχει εμπιστοσύνη στον Κοτζια. Η απάντηση αυτή δεν ικανοποίησε τον Palairet, ο οποίος συνάντησε κατόπιν τον ίδιο τον υποψήφιο. Μετά την συνάντηση του αυτή ο Κοτζιάς ήταν διατεθειμένος να συνεργαστεί με τη βρετανική Κυβέρνηση. Άλλοι υποψήφιοι η αρνήθηκαν να αναλάβουν την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας η απορρίφθηκαν από το βασιλιά, όπως ο Πάγκαλος, τον οποίο πρότεινε ô Βρετανός πρεσβευτής.
Τελικά, η ανάθεση της εντολής στον Κοτζια έμεινε χωρίς συνέχεια, προφανώς γιατί ελάχιστοι ήταν διατεθειμένοι να συνεργαστούν με τον υπουργό που τόσο στενά είχε συνδέσει το ονομά του με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. 45  

Αγωνιώδεις προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης υπό άλλη προσωπικότητα παρέμεναν στο μεταξύ άκαρπες. Επί τρεις σχεδόν μέρες η χώρα παρέμενε χωρίς υπεύθυνη πολιτική κυβέρνηση, ενώ οι διοικητές στο μέτωπο ικέτευαν να βρεθεί λύση και απειλούσαν να αναλάβουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία της ανακωχής. ο Γεώργιος είχε την απόλυτη ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας, ως ανώτατος άρχοντας, πρωθυπουρπουργός, υπουργός εξωτερικών και υπουργός των τριών πολεμικών υπουργείων. Ήταν ο μόνος υπεύθυνος εκπρόσωπος του Κράτους που κατέρρεε, του παράνομου καθεστώτος στο όποιο είχε δώσει τις ευλογίες του με τόση ευκολία. ο ίδιος ο δικτάτορας δέ ζουσε για να γίνει μάρτυρας του χάους και της ταπείνωσης, της κατάρρευσης του καθεστώτος το όποιο είχε επιβάλει με την απάτη, την αστυνόμευση, την τρομοκρατία και τους αυτοσχεδιασμούς.
Οι νίκες του πολέμου είχαν παρατείνει την ύπαρξη της δικτατορίας τα σαθρά θεμέλια της όμως δεν άντεξαν στην καταστροφή. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του καθεστώτος, το όποιο δεν είχε την δυνατότητα να επιλέξει τους άριστους, ήταν ελάχιστα ενδεδειγμένη να άρθεϊ στό υψος των περιστάσεων. την κατέτρυχε η ασθένεια της αβουλίας και της ευθυνοφοβίας στην οποία την είχε καταδικάσει ο δικτάτορας. Αυτήν την ηγεσία αρνιόταν να παραμερίσει ο βασιλιάς με αδικαιολόγητο πείσμα, τη στιγμή μάλιστα που όλα συνηγορούσαν για τον παραμερισμό της και τον πανηγυρικό τερματισμό του παράνομου καθεστώτος. θα ήταν όμως άδικο να μην τονιστεί έδώ η τεράστια ευθύνη που είχε επωμιστεί ο Γεώργιος τις κρίσιμες εκείνες στιγμές του έθνους, ευθύνη την οποία έφερε με αξιοπρέπεια και γενναιότητα, αρετές που δεν επέδειξαν πολλοί από εκείνους που κλήθηκαν να αναλάβουν ευθύνες και τις αποποιήθηκαν για διαφόρους λόγους.
Στην επόμενη σύσκεψη (που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της 19ης
44. Palairet προς Foreign Office, τηλ. άρ. 754, 19 Απρ. 1941, R4121/11/19,
F. Ο. 371/29818. Βλ. ‘Επίσης Κοτζι α ς, Ενθ. όν., άν., σ. 406κ.έ.
45. Α· Mi ch a 1 o p ο u 1 o s, Greek Pire, Λονδίνο 1943, σ, 16 κ, έ.

Απριλίου), στην οποία παρακάθησέ και ο Βρετανός αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής στρατηγός Wavell, έγινε φανερή η χαώδης κατάσταση που επικρατούσε και που κανείς δεν φαινόταν να είναι σε θέση να ελέγξει. Ο απόστρατος στρατηγός Άλ. Μαζαράκης – Αινιάν που είχε λάβει την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, δεν αναλάβαινε καμιά ευθύνη πριν να ενημερωθεί πλήρως για την κατάσταση στην Ήπειρο, και τελικά κατέθεσε την εντολή. Ο Wavell δήλωσε ότι τα βρετανικά στρατεύματα ήταν σε θέση να αναχαιτίσουν την προέλαση του εχθρού στις Θερμοπύλες, Αν μπορούσαν να βασιστούν στην υποστήριξη του ελληνικού στρατού. Το λόγο κατόπιν πήρε ο Παπάγος, ο όποιος δήλωσε ότι ο ελληνικός στρατός δεν ήταν πια σε θέση να αντιτάξει άμυνα, και ότι έπρεπε να αποχωρήσουν τα βρετανικά στρατεύματα όσο το δυνατόν γρηγορώτερα, γιατί η προσπάθεια να αναχαιτιστεί ο εχθρός στις Θερμοπύλες θα παρέτεινε «την καταστροφή της. χώρας»·
Δεν ήταν δυνατόν φυσικά να παραδεχτεί ο αρχιστράτηγος, παρουσία του Βρετανού στρατηγού, ότι με «την καταστροφή της χώρας» εννοούσε την διάλυση του στρατού, γιατί περί αυτού επρόκειτο. Στη δήλωση αυτή του Παπάγου αντέδρασε ο βασιλιάς, φανερά ταπεινωμένος. Αμφισβήτησε τις διαπιστώσεις και εκτιμήσεις του Παπάγου σχετικά με την κατάσταση του στρατού στην Ήπειρο και δήλωσε ότι επιθυμούσε να στείλει ο ίδιος έναν ανώτατο αξιωματικό στο μέτωπο, ο οποίος θα ανέφερε προσωπικά στον ίδιο. Μετά τη σύσκεψη, ο Γεώργιος παρακάλεσε τον Βρετανό πρεσβευτή να κατανοήσει τη θέση του και το «ίδίλημμα» που αντιμετώπιζε. Εννοούσε, προφανώς, το δίλημμα να εμμείνει στην απόφαση του να μήν υποκύψει η χώρα στον εχθρό επίσημα η να ενδώσει στις πιέσεις των πολιτικών και στρατιωτικών κύκλων που ευνοούσαν την άμεση συνθηκολόγηση.
Στο μεταξύ η σκοτεινή διαδικασία που οδήγησε στη συνθηκολόγηση είχε τεθεί σε κίνηση. Στις 18 Απριλίου, ο Τσολάκογλου έστειλε στο Γενικό Στρατηγείο τον έπιτελάρχη του, συνταγματάρχη Χρυσοχόου, για να εκθέσει την κατάσταση που επικρατούσε στο μέτωπο και να πείσει τον αρχιστράτηγο για την ανάγκη της συνθηκολόγησης, θα σταθούμε κάπως περισσότερο στις ενέργειες του απεσταλμένου γιατί ο ρόλος του υπήρξε γενικά σημαντικός. Ο Χρυσοχόου έφθασε στην Αθήνα το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής (18 Απριλίου). Ενώ προσπαθούσε να συναντήσει τον Παπάγο, είχε διάφορες συνομιλίες με ανώτερους αξιωματικούς του Γενικού Στρατηγείου, οι όποιοι δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκεια τους για την έλλειψη αποφασιστικότητας που χαρακτήριζε τις τελευταίες μέρες τη στάση του Παπά46. Palairet προς Foreign Office, τηλ. άρ. 760, κατεπείγον, 19 Άπρ. 1941,
R 4171/11/19, F.O. 371/29840. Βλ. επίσης I. S. Ο. Ρ 1 a y f a i r, The Mediterranean
and the Middle East, τόμ. Β’, Λονδίνο σ· 94 όπου περίληψη.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου αξιωματικού, παρά τις πιέσεις των αξιωματικών του Γενικού Στρατηγείου να ενδώσει στις εκκλήσεις των διοικητών του στρατού, ο αρχιστράτηγος είχε αρνηθεί να αναλάβει ο ίδιος την πρωτοβουλία και αναφέρεται ότι είχε πει: «Διατί δεν το κάνουν μόνοι των οι εκεί Στρατηγοί;» ο Χρυσοχόου συνάντησε τον Παπάγο αργά το απόγευμα, για να λάβει όμως τη στερεότυπη απάντηση : Συνθηκολόγηση, ενόσω μάχονταν βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα, αποκλειόταν. Στις 6 το απόγευμα έστειλε σήμα στον Τσολάκογλου, στο όποιο ανέφερε ότι η κατάσταση στην πρωτεύουσα ήταν συγκεχυμένη και οτι η μόνη λύση ήταν η ανάληψη της πρωτοβουλίας από τους σωματάρχες. την ϊδια σύσταση έπαναλάβαινε ο Χρυσοχόου σε σήμα του την επομένη, 19 Απριλίου. Το δεύτερο σήμα ανέγραφε υπηρεσία προέλευσης το Γενικό Στρατηγείο, προφανώς για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είχε τη σιωπηρή έγκριση του Παπάγου. το σήμα λήφθηκε στις 2.00 π.μ. της 20ης και ήταν αυτό που υποτίθεται ότι έπεισε τον Τσολάκογλου να εγκαταλείψει και τους τελευταίους δισταγμούς του και να στείλει κήρυκες στους Γερμανούς. 47  

Ο αρχιστράτηγος, σε εκθεσή του προς το Γενικό Επιτελείο, αρνήθηκε κατηγορηματικά οτι τέθηκαν υπ’ όψη του, πολύ λιγότερο μάλιστα ότι ενέκρινε, τα σήματα του Χρυσοχόου. τα σήματα αυτά, υποστηρίζει, δεν στάλθηκαν από το Γενικό Στρατηγείο (Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία), αλλά από το κτήριο του υπουργείου ‘Εξωτερικών. στις 21 Απριλίου, όταν έγινε γνωστό το pronnunciamento του Τσολάκογλου, στρατιώτης που υπηρετούσε στο τμήμα κρυπτογραφήσεως του υπουργείου Εξωτερικών ζήτησε να γίνει δεκτός από τον αρχιστράτηγο, στον όποιο ανέφερε ότι είχε διαβιβάσει ο ίδιος τα σήματα στο μέτωπο. το ενα από αυτά, σε κρυπτογραφικό κώδικα, παρέδωσε στον Παππάγο. Στην εκθεσή του ο Παπάγος παραθέτει και τα δύο σήματα, τα όποια έχουν ως υπηρεσία προέλευσης το Γενικό Στρατηγείο.48  

Η κυβερνητική κρίση στο μεταξύ συνεχιζόταν. ο Μαζαράκης κατέθεσε την εντολή στις 20 του μηνός, «κυρίως από ηττοπάθεια αλλά και λόγω αντιρρήσεων να συνεργαστεί με τον Μανιαδάκη», σύμφωνα με τον Βρετανό πρεσβευτή. 49

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ορκίστηκε αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ο ναύαρχος Σακελλαρίου, με πρόεδρο τον Γεώργιο. Στο
47. Γ.Ε.Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 220 κ.έ. Βλ. επίσης Τσολάκογλου , ενθ. άν., σ. 130.
48. Έκθεση Παπάγου, «Παρατηρήσεις τίνες του Αρχιστρατήγου έπί τον
συνθηκών της συνθηκολογήσεως του Τ.Σ.Η.», 23 Άπρ. 1943, Δ.Ι.Σ., Φ. 634.
49. Palairet προς Foreign Office, τηλ. άρ. 769, 20 Άπρ. 1941, 1.00 μ. μ.,
R 4191/11/19, F.O. 371/29819. Βλ. επίσης Α. Μαζαράκη ς -Αινιάν , Απομνημονεύματα, ‘Αθήνα 1948, σ. 608 κ. έ,

μεταξύ ο μηχανισμός της πρωθυπουργοποίησης του Τσουδερου είχε τεθεί σε κίνηση. Η υποψηφιότητα του Τσουδερου εξεταζόταν στο Foreign Office από την προηγούμενη ήδη. Ο Τσουδερός ήταν βενιζελικός και Κρητικός, είχε χρηματίσει διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ως την αποπομπή του από τον Μεταξά το 1939, και πάνω απ’ όλα ήταν τυφλά αφοσιωμένος στους Βρετανούς. η προέλευση του, ίδίως, τον καθιστούσε απαραίτητο, «επειδή η Κρήτη, ως γενέτειρα του Βενιζέλου, ήταν σαφώς αντιμοναρχική». Γενικά θεωρήθηκε αναγκαίο να συμπεριληφθούν στη νέα κυβέρνηση όσο το δυνατόν περισσότεροι βενιζελικοί και Κρητικοί, για να διευκολυνθεί η εγκατάσταση της κυβέρνησης στην Κρήτη. 50 Ο Τσυδερός ορκίστηκε στις 21 Απριλίου, αφού «επεκοινώνησε» μέσω medium, όπως αναφέρει ο ίδιος, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο όποιος υποσχέθηκε κάθε συμπαράσταση στο δύσκολο έργο που αναλάβαινε.51 

Σε σύσκεψη που συγκλήθηκε το πρωί της ίδιας μέρας για να εξεταστούν οι περαιτέρω ενέργειες των συμμάχων παρακάθησαν, εκτός των άλλων, ο βασιλιάς και ο Βρετανός αρχιστράτηγος, όχι όμως και ο Παπάγος. Σε ερώτηση του Wavell, αν και κατά πόσον ήταν σε θέση ο ελληνικός στρατός να αντιτάξει άμυνα στις Θερμοπύλες στο αριστερό των βρετανικών δυνάμεων, ο βασιλιάς παραδέχτηκε ότι καμιά συγκροτημένη μονάδα του στρατού δεν ήταν δυνατόν να φτάσει στην τοποθεσία αυτή εγκαίρως. Αποτέλεσμα αυτής της δήλωσης ήταν η αίτησα του Wavell να αποχωρήσουν αμέσως τα βρετανικά στρατεύματα. η αίτηση έγινε αποδεκτή από τον βασιλιά. 52 

Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι η εκκένωση των βρετανικών στρατευμάτων είχε εξεταστεί ήδη την προηγούμενη μέρα σε σύσκεψη των Βρετανών αρχηγών των τριών επιτελείων, στην οποία πήρε μέρος και ο υπουργός Εξωτερικών Anthony Eden, ως εκπρόσωπος του Churchill. από στρατιωτική άποψη, η άμεση εκκένωση των στρατευμάτων ήταν ενδεδειγμένη, γιατί θα εξασφάλιζε τη διάσωση του μεγαλύτερου τμήματος τους. Αντίθετα, η παράταση της αντίστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα αφενός ελάττωνε τις πιθανότητες ασφαλούς άπαγγίστρωσης των στρατευμάτων και αφετέρου χρειαζόταν ενισχύσεις.53  

Επίσης πρέπει να σημειωθεί σχετικά με το μέτωπο Θερμοπυλών, ότι η απειλή εκδηλώθηκε, όχι στο αριστερό των βρετανικών δυνάμεων, το όποιο ο Wavell ζήτησε να καλυφθεί από τον ελληνικό στρατό, . Σχόλια του Foreign Offiee, 19 Απρ. 1941, R4121/11/19, F.O. 371/29819.
51. Η. Β ε ν έ ζ ης, Εμμανουήλ Τσουδερός, Αθήνα 1966, σ. 180-181.
52. Palairet προς Foreign Office, τηλ. άρ. 772, 21 *Απρ. 1941, R4233/G,
F. Ο. 371/29819. Βλ. επίσης Ρ 1 a y f a i r. ενθ. άν., τόμ. Β’, σ. 95.
53. J. Κ e n n e d y, The Business of War, επιμ. Β. Fergusson, Λονδίνο 1957, σ, 98-99, 

Τέλος, πριν από την σύσκεψη της 21ης Απριλίου, ο Wavell είχε ενημερωθεί από τους διοικητές του στις Θερμοπύλες, οι όποιοι έκριναν ότι παρατεταμένη άμυνα στην τοποθεσία αυτή ήταν αδύνατη και ότι ήταν προτιμότερο να διαταχτεί η άμεση εκκένωση των βρετανικών στρατευμάτων.
Στο μέτωπο, το πρώτο πρωτόκολλο της ανακωχής είχε ήδη υπογραφεί στις 20 Απριλίου, για να ακολουθήσει και δεύτερο, με δυσμενέστερους όρους παράδοσης, την επομένη.56 

Οι εξελίξεις στο μέτωπο όμως ήταν ελάχιστα γνωστές στην Κυβέρνηση, η τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έδιναν οι κυριώτεροι εκπρόσωποι της. Το απόγευμα της 21ης Απριλίου ο βασιλιάς κάλεσε το Βρετανό πρεσβευτή και παρουσία του πρωθυπουργού δήλωσε ότι τα ελληνικά στρατεύματα στην Ήπειρο θα κρατουσαν τις θέσεις τους τουλάχιστον για τέσσερις – πέντε μέρες ακόμη. Η περίεργη αυτή δήλωση ήταν αποτέλεσμα διαβεβαίωσης του Παπάγου προς τον Γεώργιο και είναι δύσκολο να εξηγηθεί, δεδομένου οτι τόσο ο αρχιστράτηγος όσο και η Κυβέρνηση είχαν ήδη λάβει σήμα του Πίτσικα με το όποιο τους πληροφορούσε οτι ο Τσολάκογλου είχε προβεί στη μοιραία ενέργεια. η πιθανώτερη εξήγηση είναι ότι και ο Γεώργιος και ο Παπάγος γνώριζαν την ενέργεια του Τσολάκογλου, αλλά πίστευαν ότι επρόκειτο για μεμονωμένο κροοσμα άπείθειας.η αντίδραση τους στην είδηση της ενέργειας αυτής ήταν να διατάξουν τον Πιτσίκα να συλλάβει τον Τσολάκογλου. Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι ούτε ο Γεώργιος ούτε ο Τσουδερός πίστευαν ότι ο Τσολάκογλου ήταν προδότης, αλλά οτι απλώς «είχε προσβληθεί από την ασθένεια της ηττοπάθειας».57 

Την επόμενη, 22 Απριλίου, βασιλιάς και Κυβέρνηση άρχισαν τις απαραίτητες προετοιμασίες για την αναχώρηση τους το πρωΐ της 23ης.η Κυβέρνηση στο μεταξύ ενημέρωσε τον Wilson για την επικείμενη παραίτηση του Παπάγου από το άξίωμά του και τη διάλυση του Γενικου Στρατηγείου. η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι δεν θα έπρεπε να μείνει κανείς σε υψηλή θέση, ώστε να μπορέσει να διαπραγματευτεί με τους Γερμανούς. 58

Σε αίτηση του προς το υπουργείο Στρατιωτικών, με ημερομηνία 23 Απριλίου, ο Παπάγος ζητουσε να απαλλαγεί από τα καθήκοντα του αρχιστράτηγου και να
54. G. L ο n g, Greece, Crete and Syria, Καμπέρρα 1953, σ. 195.
55. Ρ 1 a y f a i r, ενθ. άν., τόμ. Β’, σ. 95.
56. Τσολάκογλου , ενθ. άν., σ. 140 κ.έ.
57. Palairet προς Foreign Office, τηλ. αρ. 774, 21 *Απρ. 1941, 7.00 μ.μ,,
R4235/G, F. Ο. 371/29819. Βλ. σήμα Πιτσίκα, Γ. Ε. Σ., Το τέλος μιας εποποιίας, σ. 224 κ. έ.
58. Wilson προς Wavell, προσωπικό, 23 ‘Απρ. 1941, R 4615/11/19, F. Ο. 371/29820.
Η στρατιωτική και η πολιτική κρίση στήν Ελλάδα κλπ. αποστρατευτεί, αίτηση που εγκρίθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της ίδιας ημερομηνίας. 59  

Στο Foreign Office επικρατούσε η γνώμη ότι η παραίτηση του Παπάγου και η διάλυση του Γενικού Στρατηγείου οφείλονταν μάλλον στην έλλειψη εμπιστοσύνης της Κυβέρνησης στο πρόσωπο του Παπάγου. 60 

Στις 23 Απριλίου, οι εκπρόσωποι του επίσημου Ελληνικού Κράτους αναχώρησαν για την Κρήτη. Την ίδια μέρα το πρωί ο Τσολάκογλου υποχρεώθηκε να υπογράψει και τρίτο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, το οποίο συνυπέγραψε, εκτός από τον διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων και ο Ιταλός συνάδελφος του. Η επόμενη πράξη του Έλληνα στρατηγού ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό την προεδρεία του. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν επιδίωξε το σχηματισμό κυβέρνησης και ότι αναγκάστηκε από τα πράγματα να το πράξει. Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν τόσο διστακτικός όσο ισχυρίζεται. Σε συνομιλία που είχε με τον Έλληνα διπλωμάτη Ιωάννη Πολίτη το Μάιο του 1941, ο Τσολάκογλου αναφέρεται ότι εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα έπρεπε να ταχθεί με το μέρος της Γερμανίας και ακόμη να προβεί σε παραχωρήσεις προς την Βουλγαρία. Εξέφρασε επίσης τη γνώμη ότι οι Έλληνες είχαν κάθε συμφέρον να εξευμενίσουν τους Γερμανούς, και ακόμη να προσανατολιστούν στο κοινωνικό τους σύστημα. 61  

Την ημέρα της υπογραφής του τελικού πρωτοκόλλου της συνθηκολόγησης (23 Απριλίου) συνέβη στο μέτωπο ενα αξιομνημόνευτο και συμβολικό γεγονός· αξίζει να παρατεθεί όπως αναφέρεται στην έκθεση του διοικητή του Α’ Σώματος στρατου : « ο Ταγματάρχης του Πυροβολικού Βέρσης διαταχθείς υπό των Γερμανών να παραδώση τα Πυροβόλα της Μοίρας του, αφού συνεκέντρωσε ταυτα και τοις απέδωκε τιμάς, ηύτοκτόνησε, ενώ η Μοίρα του έψαλλε τον Έθνικόν Ύμνον ».β2
59. Έκθεση Παπάγου, ενθ. άν.
60. Σχόλια Foreign Office, 24 Άπρ. 1941, R 4615/11/19, F. Ο. 371/29820.
61. Σημειώσεις συνομιλίας του Πολίτη με τον Τσολάκογλου, Μάιος 1941,
Προσωπικό Αρχείο Ιωάννη Πολίτη, Αρχείο Βενιζέλου, Μουσείο Μπενάκη.
62. Έκθεση διοικητή Α’ Σώματος, αντιστράτηγοι» Δεμέστιχα, Δ.Ι.Σ., Φ. 641, σ. 22.