Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Ιωάννης Κεφαλογιάννης, παρέστη την Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024, στην 3η Σύνοδο Κορυφής του Economist για το Δημογραφικό, που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Divani Apollon Palace & Thalasso, στο Καβούρι.
Ο κ. Κεφαλογιάννης υπογράμμισε ότι μια σοβαρή πολιτική για το δημογραφικό και κατ’ επέκταση τη γεωπολιτική ενίσχυση της χώρας μας πρέπει να κινηθεί στους άξονες της παροχής οικονομικών κινήτρων σε νέα ζευγάρια και νέους γονείς, της στοχευμένης μεταναστευτικής πολιτικής, της ενίσχυσης του ρόλου της ελληνικής διασποράς, καθώς και του πληθυσμού των νησιών μας. Προς την κατεύθυνση αυτή, εξειδίκευσε τις δράσεις που θα αντισταθμίσουν την αδυναμία των ποσοτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής δημογραφίας με ποιοτικά δεδομένα.
Από τη σκοπιά της υπεράσπισης της εδαφικής κυριαρχίας της πατρίδας μας, ο κ. Υφυπουργός τόνισε ότι η σημασία των ακριτικών νησιών είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μέγεθός τους. Γι’ αυτό και ο ρόλος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας σε αυτές τις περιοχές είναι πολυδιάστατος: Πέρα από την αμυντική θωράκιση, η κοινωνική προσφορά των Ενόπλων Δυνάμεων προς τους ακρίτες είναι σήμερα ιδιαίτερα εμφανής σε μια σειρά από τομείς, όπως η βελτίωση ζωτικών υποδομών, η πρόληψη και την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, αλλά και η παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Σε αυτά θα πρέπει να γίνει αναφορά και στο στεγαστικό πρόγραμμα που εκπονείται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, η πρώτη φάση του οποίου αφορά την κατασκευή 700 περίπου κατοικιών για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων σε νησιά του Αιγαίου και τον Έβρο. Ένα 15% αυτών θα δοθεί για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών των υπαλλήλων που εργάζονται σε άλλους φορείς του δημοσίου τομέα και καλύπτουν βασικές ανάγκες των περιοχών, όπως εκπαιδευτικοί και γιατροί.
Στον χαιρετισμό του ο κ. Υφυπουργός ανέφερε:
«Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με ορισμένες βασικές παραδοχές, οι οποίες ελπίζω ότι θα αποτελέσουν τη βάση για τη συζήτησή μας. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα η κυρίαρχη αντίληψη στη γεωπολιτική ανάλυση ήταν ότι το μέγεθος του πληθυσμού μιας χώρας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ισχύ της. Για να του πούμε απλά, ο πληθυσμός συνιστούσε και σε σημαντικό βαθμό συνεχίζει να συνιστά δείκτη ισχύος. Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται σε συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα: Αναφέρω ενδεικτικά τη Γαλλία των αρχών του 19 ου αιώνα, την πολυπληθέστερη και ισχυρότερη δύναμη της εποχής και την Κίνα, η οποία από τα μέσα του 20 ου αιώνα έως και σήμερα αναδείχθηκε σε υπερδύναμη και εξαιτίας της πληθυσμιακής μεγέθυνσής της, από 500 περίπου εκ. κατοίκους το 1953 σε 1,4 δις κατοίκους σήμερα. Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο έχει καταστεί προφανές ότι η ισχύς εξαρτάται και από άλλες παραμέτρους που σχετίζονται περισσότερο με τα ποιοτικά παρά τα ποσοτικά χαρακτηριστικά της δημογραφίας. Για να μείνω στο παράδειγμα της Κίνας, αυτό που καθόρισε την άνοδο και τη γεωπολιτική ισχύ της, δεν ήταν τόσο η αύξηση του πληθυσμού της όσο η εκβιομηχάνιση και η τεχνολογική πρόοδος και, κατ’ επέκταση, το γεγονός ότι μεταβαίνει σταδιακά από μια οικονομία εντάσεως εργασίας σε μια οικονομία εντάσεως κεφαλαίου και γνώσης. Δεύτερον, οι δημογραφικοί υπολογισμοί στηρίζονται σε απογραφές που καταγράφουν όσους βρίσκονται σε μια επικράτεια. Ο κ. Πρεβελάκης έχει επισημάνει στα γραπτά του – και συμφωνώ – ότι, όταν μιλάμε με γεωπολιτικούς όρους, έχει λιγότερη σημασία ο αριθμός των απογραφομένων από το πόσοι συντάσσονται με το σύνολο το οποίο καθορίζεται από την εθνική ταυτότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ αποτελεί το Ισραήλ, του οποίου η εβραϊκή διασπορά η οποία απογράφεται σε άλλα κράτη, μπορεί να αποτελέσει και αποτελεί στοιχείο δύναμης και επιρροής. Σε αυτή την περίπτωση είναι προφανές ότι το στοιχείο της ταυτότητας περιορίζει σημαντικά τη δημογραφική ανισορροπία ανάμεσα στο Ισραήλ και τους αντιπάλους του στη Μέση Ανατολή.
Αν δούμε τώρα τα γεωπολιτικά και δημογραφικά δεδομένα στην περιοχή μας, είναι προφανές ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία έχει διαπιστωμένα δημογραφικές αδυναμίες: Οι αδυναμίες αυτές αφορούν τόσο τη γεωγραφική κατανομή όσο και τη μείωση και τη γήρανση του πληθυσμού. Αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας δημιουργούν σημαντικά ζητήματα ασφαλείας: Το πρώτο από αυτά είναι η πληθυσμιακή απομείωση περιοχών – κυρίως στη νησιωτική χώρα και ιδίως στο Ανατολικό Αιγαίο. Ένα δεύτερο ζήτημα ασφαλείας είναι ότι η μείωση του πληθυσμού και κατ’ επέκταση του εργατικού δυναμικού δεν έχει συνοδευτεί από μια μετάβαση από μια οικονομία εντάσεως εργασίας σε μια οικονομία εντάσεως γνώσης και τεχνολογίας. Αντίθετα, οι αυξανόμενες δαπάνες για την κάλυψη των αναγκών των ηλικιωμένων σε υγεία, κοινωνική πρόνοια και συντάξεις οδηγεί πολλούς νέους στη φυγή προς το εξωτερικό. Συνεπώς δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που δυσκολεύει το εγχείρημα της αντιστάθμισης του δημογραφικού προβλήματος της χώρας μας, μέσω μιας οικονομίας που στηρίζεται στην αξιοποίηση της τεχνολογίας και της καινοτομίας. Η αδυναμία αυτή έχει επιπτώσεις και στην άμυνα της χώρας. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η δημογραφική πραγματικότητα των γειτόνων μας είναι λιγότερο προβληματική όπως συχνά υποστηρίζεται στο δημόσιο διάλογο. Η απλή σύγκριση του συνολικού πληθυσμιακού μεγέθους δεν αρκεί. Η Τουρκία δημογραφικά χωρίζεται σε δύο περιοχές με μεγάλες διαφορές. Οι ανατολικές και νότιες περιοχές χαρακτηρίζονται από πολύ μεγαλύτερο δημογραφικό δυναμισμό από τις δυτικές και βόρειες. Οι πληθυσμοί γύρω από το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα έχουν δημογραφική συμπεριφορά η οποία τους κατατάσσει πιο κοντά στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η παρουσία μεγάλων μειονοτήτων, όπως η κουρδική, η οποία βρίσκεται σε σύγκρουση με το τουρκικό κράτος συνεπάγεται γεωπολιτική αδυναμία, έστω και αν τα μέλη τους αυξάνουν τον συνολικό πληθυσμό. Χωρίς τους Κούρδους, ο συνολικός πληθυσμός της Τουρκίας χωρίς αμφιβολία θα μειωνόταν, αλλά η δύναμή της πιθανότατα θα αυξανόταν επειδή ενισχύεται η τουρκική ταυτότητα.
Τι πρέπει επομένως να κάνουμε; Να συμφωνήσουμε καταρχάς ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Οι ελπίδες για αναστροφή της φυσικής κίνησης του πληθυσμού είναι περιορισμένες. Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού έχει περιορίσει τα περιθώρια για μέτρα κοινωνικής πολιτικής που να αποσκοπούν στη διευκόλυνση των γεννήσεων. Θα πρέπει να επιμείνουμε ωστόσο προς αυτή την κατεύθυνση, λαμβάνοντας γενναία μέτρα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των φοροαπαλλαγών, των επιδομάτων και των υποστηρικτών δομών για όσους έχουν παιδιά. Δεύτερον, χρειαζόμαστε μια στοχευμένη μεταναστευτική πολιτική η οποία πρέπει να κινηθεί σε δύο άξονες. Αφενός την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την είσοδο των αλλοδαπών και καθιστούν δυσχερή την παράνομη μετανάστευση και αφετέρου μια στοχευμένη πολιτική προσέλκυσης και ενσωμάτωσης μεταναστών με κριτήριο τις ελληνικές οικονομικές ανάγκες και την πολιτισμική συνάφεια. Η πολιτική αυτή πρέπει να κοιτάζει τόσο προς τη Δύση όσο και προς την Ανατολή: Ευρωπαίοι με υψηλές δεξιότητες, μπορεί να έρθουν να εργαστούν στην Ελλάδα αν έχουμε το κατάλληλο περιβάλλον για επιχειρήσεις και οικογένειες. Για πολλούς νέους, η Ευρώπη είναι μια πατρίδα. Μπορούμε να ενισχύσουμε το προφίλ της Ελλάδας μέσα σε αυτή. Απαιτείται στοχευμένη φορολογική πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση, μεγαλύτερη εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, πανεπιστήμια με διεθνή προσανατολισμό. Στην Ανατολή, οι χριστιανικοί πληθυσμοί βρίσκονται υπό ισχυρή πίεση από τις μουσουλμανικές πλειονότητες. Πολλά μέλη τους θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Το ελληνορθόδοξο χριστιανικό δίκτυο, με ισχυρή παρουσία στην Αφρική και στη Δυτική Ασία, μπορεί να ενθαρρύνει και να διευκολύνει την επιλογή της Ελλάδας, αντί για μια άλλη δυτική χώρα. Μόνο οι Κόπτες της Αιγύπτου ανέρχονται σε 9 με 15 εκατομμύρια. Τρίτον, πρέπει να κατανοήσουμε τη γεωπολιτική σημασία της ελληνικής διασποράς και να ενισχύσουμε το ρόλο της. Απαιτείται οι Έλληνες της διασποράς να πεισθούν να συμβάλουν οικονομικά και πνευματικά στην ανάπτυξη της χώρας και να οδηγήσουν την οικονομία μας σε μια οικονομία που θα στηρίζεται στη γνώση και την καινοτομία. Μέτρα όπως η επιστολική ψήφος και η διευκόλυνση της συμμετοχής τους στα κοινά που θεσμοθετούνται αυτό το διάστημα, είναι απολύτως αναγκαία. Τέταρτον, μια στοχευμένη περιφερειακή πολιτική, με επίκεντρο την ενίσχυση του πληθυσμού των νησιών μας και την παροχή κινήτρων για την επιστροφή σε αυτά, πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα. Η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας ως Κυβέρνηση είναι η δέσμευση όλων των δυνάμεων μας για την άρση της απομόνωσης του νησιωτικού χώρου και όχι απλώς στον περιορισμό των συνεπειών της. Από τη σκοπιά της υπεράσπισης της εδαφικής κυριαρχίας της πατρίδας μας, η σημασία των ακριτικών νησιών είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μέγεθός τους. Γι’ αυτό και ο ρόλος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας σε αυτές τις περιοχές είναι πολυδιάστατος: Πέρα από την αμυντική θωράκιση, η κοινωνική προσφορά των Ενόπλων Δυνάμεων προς τους ακρίτες είναι σήμερα ιδιαίτερα εμφανής σε μια σειρά από τομείς, όπως η βελτίωση ζωτικών υποδομών, η πρόληψη και την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, αλλά και η παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Σε αυτά θα πρέπει να γίνει αναφορά και στο στεγαστικό πρόγραμμα που εκπονούμε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας η πρώτη φάση του οποίου αφορά την κατασκευή 700 περίπου κατοικιών για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων σε νησιά του Αιγαίου και τον Έβρο. Ένα 15% αυτών θα δοθεί για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών των υπαλλήλων που εργάζονται σε άλλους φορείς του δημοσίου τομέα και καλύπτουν βασικές ανάγκες των περιοχών, όπως εκπαιδευτικοί και γιατροί.
Κατά τη γνώμη μου, αν θέλουμε να πάψει η Ελλάδα να αποτελεί τον αδύναμο κρίκο της ευρωπαϊκής δημογραφίας μια σοβαρή πολιτική για το δημογραφικό και κατ’ επέκταση τη γεωπολιτική ενίσχυση της χώρας μας πρέπει να κινηθεί τουλάχιστον σε αυτούς τους άξονες, με δράσεις που θα αντισταθμίσουν την αδυναμία των ποσοτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής δημογραφίας με ποιοτικά δεδομένα. Απαιτούνται προφανώς γενναίες αποφάσεις από το πολιτικό σύστημα το οποίο πρέπει να ομονοήσει ως προς την κατανόηση του προβλήματος και να εξηγήσει στους Έλληνες πολίτες τι είναι αυτό που πραγματικά διακυβεύεται από τη δημογραφική αποδυνάμωση της χώρας μας.
Σας ευχαριστώ»