Με τον όρο Σφαγή του Διστόμου αναφέρεται η εκτέλεση 229 αμάχων που έλαβε χώρα στις 10 Ιουνίου 1944 στο Δίστομο από τμήμα της Σούτσσταφφελ κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας. Με αφορμή την ενέδρα ανταρτών του ΕΛΑΣ σε απομακρυσμένη τοποθεσία, ο 2ος λόχος του 8ου Συντάγματος της 4ης Αστυνομικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων των Ες Ες επιτέθηκε στο δίστομο και προέβη σε αδιάκριτες εκτελέσεις των κατοίκων του, παρά την πλήρη απουσία ανταρτών. Μετά τη σφαγή, οι γερμανικές αρχές προέβησαν σε σχετική έρευνα για τα γεγονότα, φοβούμενες πιθανή διατάραξη των σχέσεων τους με την ελληνική κατοχική κυβέρνηση, χωρίς όμως να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους αξιωματικούς.

Θεωρείται ως μία από τις χειρότερες ωμότητες των Γερμανών στη κατεχόμενη Ευρώπη.

Ιστορικό

Στις 10 Ιουνίου του 1944 ο 26χρονος τότε Φριτς Λάουτενμπαχ, λοχαγός των SS του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, έλαβε διαταγή να μετακινήσει το λόχο του από τη Λειβαδιά προς τα χωριά Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στη δυτική πλευρά του Ελικώνα. Σα δόλωμα οι Γερμανοί είχαν δύο επιταγμένα Ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άνδρες των SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, που προπορεύονταν της κύριας φάλαγγας. Ταυτόχρονα ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από την Άμφισσα κατευθύνονταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν το 2ο λόχο. Οι τρεις λόχοι συναντήθηκαν χωρίς να έχουν εντοπίσει αντάρτες εκτός από 18 παιδιά που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι από τα παιδιά που προσπάθησαν να δραπετεύσουν εκτελέστηκαν. Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και εκφοβίζοντας τους χωρικούς έμαθαν ότι υπήρχαν αντάρτες στο Στείρι. Ο 2ος λόχος κατευθύνθηκε προς τα εκεί και στη θέση Λιθαράκι, περιοχή του Στειρίου, έπεσε σε ενέδρα ανταρτών του 11ου λόχου του 3ου τάγματος του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Η μάχη του Στειρίου ήταν σκληρή και κράτησε περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι αναγκάζοντας τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση.

Αν και από το χωριό Δίστομο τα Γερμανικά στρατεύματα δε δέχθηκαν κάποια πρόκληση (παρόλο που μεταπολεμικά το ισχυρίστηκαν οι Γερμανοί κατηγορούμενοι της σφαγής), για λόγους αντεκδίκησης ο 2ος λόχος του 8ου Συντάγματος της 4ης Αστυνομικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων των Ες Ες   άρχισε τη σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό. Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Λειβαδιά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στη βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στο δρόμο τους. Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και οι 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Eλβετού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή, με πτώματα να κρέμονται ακόμα και από δέντρα περιμετρικά του δρόμου που οδηγεί στο χωριό.

Μέλη του ίδιου συντάγματος είχαν πραγματοποιήσει ένα μήνα νωρίτερα τη σφαγή της Κλεισούρας με 273 αμάχους νεκρούς, ανάμεσα τους παιδιά και βρέφη.

Επακόλουθα

Μετά τη σφαγή, ο Λάουτενμπαχ συνέταξε έκθεση αναφορικά με τα γεγονότα όπου ανέφερε πως υπήρχαν αντάρτες οχυρωμένοι σε σπίτια, οι οποίοι έβαλλαν εναντίον των ανδρών του.  Την ίδια μέρα, ο Γκέοργκ Κόχ, στέλεχος της μυστικής γερμανικής στρατονομίας, κατέγραψε τα γεγονότα εντελώς διαφορετικά από τον Λάουντενμπαχ αναφέροντας πως δεν υπήρχαν εκείνη τη στιγμή αντάρτες στο Δίστομο.  Οι γερμανικές αρχές, ανησυχώντας για τις επιπτώσεις της σφαγής στις σχέσεις μεταξύ τους και των γερμανόφιλων στελεχών της κατοχικής κυβέρνησης, προέβησαν σε έρευνα στην οποία όμως δεν κλήθηκαν Έλληνες μάρτυρες . Η ποινή που τελικά επιβλήθηκε, ήταν πειθαρχικά μέτρα έναντι του Λάουντενμπαχ.

Η σφαγή, έχοντας σημαδέψει έντονα τους συγγενείς των θυμάτων, αποσιωπήθηκε την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο. Τα γεγονότα του Διστόμου ξεκίνησαν να καταγράφονται από τους απογόνους των επιζησάντων και να αναφέρονται στη δημόσια σφαίρα, μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας. Το 1976 ιδρύθηκε ο Σύλλογος Μελέτης και Προβολής των Προβλημάτων και Γενικού Εκπολιτισμού της περιφέρειας Διστόμου, όπου έθεσε ως ημέρα τοπικής αργίας την 10η Ιουνίου. Την επόμενη χρονιά, ο συνθέτης Σπύρος Σαμοΐλης έδωσε συναυλία ως φόρο τιμής στους νεκρούς του Διστόμου, ενώ διοργανώθηκε και φωτογραφική έκθεση.

Η σφαγή του Διστόμου αναφέρεται από τον Μαρκ Μαζάουερ ως «μία από τις χειρότερες ωμότητες ολόκληρου του πολέμου».

Πηγή: wikipedia