Τρία χρόνια μετά την κατάληψη της Κρήτης (τελευταίο ελληνικό έδαφος) και την απόφαση του Βασιλιά και της ελληνικής κυβέρνησης να συνεχίσουν τον αγώνα στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, ο Ελληνικός Στρατός συγκρότησε μια νέα ταξιαρχία ορεινής συνθέσεως, από επιλεγμένους αξιωματικούς και οπλίτες των μονάδων που είχαν διαλυθεί, καθώς και από οπλίτες που δεν είχαν αναμιχθεί στο στασιαστικό κίνημα της 6ης Απριλίου 1944.
Η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (ΙΙΙ ΕΟΤ), όπως ονομάστηκε, συγκροτήθηκε στον Λίβανο, στις 9 Ιουνίου 1944, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο με σκοπό τη μεταφορά της στην Ιταλία, στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων. Οι συμμαχικές επιχειρήσεις είχαν ως σκοπό τη διάσπαση της «Γοτθικής Γραμμής» και την κατάληψη της πόλης του Ρίμινι, η οποία θεωρούνταν σημείο στρατηγικής σημασίας λόγω της γεωγραφικής θέσης και των συγκοινωνιακών οδών.
Την επίθεση εναντίον του Ρίμινι ανέλαβε η 1η Καναδική Μεραρχία στην οποία υπαγόταν η ΙΙΙ ΕΟΤ. Η Ταξιαρχία διατάχθηκε με τα τρία τάγματά της να εκτοξεύσει νυχτερινή επίθεση για την κατάληψη της πόλης. Παρά την γερμανική αντίσταση, τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν το αεροδρόμιο του Ρίμινι και στις 19 Σεπτεμβρίου κατευθύνθηκαν μαζί με τα καναδικά τμήματα προς την πόλη. Μετά την εξουδετέρωση κάθε τοπικής αντίστασης των Γερμανών, τριμελής επιτροπή του αντιφασιστικού κόμματος παρέδωσε άνευ όρων την πόλη στα ελληνικά τμήματα υπογράφοντας στις 21 Σεπτεμβρίου επίσημο πρωτόκολλο.
Η «Ταξιαρχία του Ρίμινι» έγραψε νέες σελίδες ιστορίας για την Ελλάδα τοποθετώντας την στο στρατόπεδο των νικητών. Η επιτυχία αυτή συνδέθηκε με την ελπίδα και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την απελευθέρωση της πατρίδας από την Κατοχή.