Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή, 

Η έννοια της άμυνας στο διεθνές δίκαιο συχνά βλέπουμε να γίνεται αντικείμενο επίκλησης από διάφορες χώρες. Ποιες είναι, όμως, στην πραγματικότητα οι προβλέψεις του διεθνούς δικαίου για την άμυνα;

Το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει τα εξής:

«Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση, ως τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πάρει τα αναγκαία μέτρα για να διατηρήσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Τα μέτρα που θα παίρνουν τα Μέλη των Ηνωμένων Εθνών κατά την άσκηση αυτού του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας θα ανακοινώνονται αμέσως στο Συμβούλιο Ασφαλείας, και σε καμία περίπτωση δε θα θίγουν την εξουσία και την υποχρέωση που έχει το Συμβούλιο Ασφαλείας, σύμφωνα με αυτόν το Χάρτη, να αναλαμβάνει οποτεδήποτε τη δράση που κρίνει αναγκαία για τη διατήρηση ή για την αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας».

Το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτοάμυνας, όπως επιβεβαίωσε το Διεθνές Δικαστήριο (ICJ) στην υπόθεση της Νικαράγουα σχετικά με τη χρήση βίας. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι το αποτέλεσμα του άρθρου 51 είναι να διατηρηθεί αυτό το δικαίωμα μόνο όταν συμβαίνει ένοπλη επίθεση και ότι άλλες πράξεις αυτοάμυνας απαγορεύονται από το άρθρο 2 παράγραφος 4. Η πιο ευρέως διαδεδομένη άποψη είναι ότι το άρθρο 51 αναγνωρίζει αυτό το γενικό δικαίωμα και προχωρά στον καθορισμό διαδικασιών για τη συγκεκριμένη κατάσταση, όταν συμβαίνει ένοπλη επίθεση. Σύμφωνα με την τελευταία ερμηνεία, εξακολουθεί να επιτρέπεται η νόμιμη χρήση αυτοάμυνας σε καταστάσεις όπου δεν έχει πραγματοποιηθεί ένοπλη επίθεση. Δεν είναι κάθε πράξη βίας αναγκαστικά ένοπλη επίθεση. Το Διεθνές Δικαστήριο προσπάθησε να διευκρινίσει στην υπόθεση της Νικαράγουα, ποιο επίπεδο παραβίασης ή δύναμης είναι απαραίτητο για να χαρακτηριστεί μια συμπεριφορά ως ένοπλη επίθεση.

Οι παραδοσιακοί εθιμικοί κανόνες για την αυτοάμυνα προέρχονται από ένα πρώιμο διπλωματικό συμβάν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τη δολοφονία ενός πολίτη των ΗΠΑ, που ενεπλάκη σε επίθεση εναντίον τού Καναδά, που ήταν τότε βρετανική αποικία. Η λεγόμενη υπόθεση Caroline διαπίστωσε ότι έπρεπε να υπάρχει «αναγκαιότητα αυτοάμυνας, άμεση, συντριπτική, χωρίς να αφήνει καμία επιλογή μέσων και καμία στιγμή συζήτησης», και επιπλέον ότι οποιαδήποτε δράση πρέπει να είναι ανάλογη, δεδομένου ότι η πράξη που δικαιολογείται από την αναγκαιότητα της αυτοάμυνας, πρέπει να περιορίζεται από αυτήν την ανάγκη και να διατηρείται σαφώς εντός αυτής.

Η επικείμενη απειλή είναι ένα τυπικό κριτήριο στο διεθνές δίκαιο, που αναπτύχθηκε από τον Ντάνιελ Γουέμπστερ αναφορικά με την υπόθεση Caroline, που περιγράφεται ως «άμεση, συντριπτική και χωρίς να αφήνει καμία επιλογή μέσων και καμία στιγμή για συζήτηση». Τα κριτήρια χρησιμοποιούνται στο διεθνές δίκαιο που δικαιολογεί την προληπτική αυτοάμυνα: την αυτοάμυνα χωρίς να έχει προηγηθεί η επίθεση (βλ. υπόθεση Caroline). Αυτή η έννοια χρησιμοποιήθηκε για τον μετριασμό της έλλειψης ορισμού που παρέχεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ορίζει ότι κυρίαρχα έθνη μπορούν να αποκρούσουν μια ένοπλη επίθεση έως ότου το Συμβούλιο Ασφαλείας θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με το Κεφάλαιο VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η υπόθεση Caroline χρησιμοποιήθηκε για να καθιερώσει την αρχή της «προληπτικής αυτοάμυνας», με αποτέλεσμα η συζήτηση σχετικά με αυτήν να επεκταθεί και στον τομέα άλλων δραστηριοτήτων, όπως η συζήτηση για την προληπτική απεργία και το πότε αυτή μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή.

www.offlinepost.gr