Επί μία πενταετία με την ιδιότητά της ως υπαλλήλου εταιρείας και διατελώντας καθήκοντα διαχείρισης του παραρτήματος της στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκε να είναι πολύ «απλόχερη» και να έχει καταχραστεί σημαντικά ποσά της εταιρείας.
Όταν, όμως, έγινε αντιληπτή επιχείρησε να κάνει χρήση ευνοϊκής ρύθμισης πως το ποσό που είχε καταχραστεί ήταν κάτω των 120.000 ευρώ, κάτι όμως που δεν έγινε δεκτό από τα Δικαστήρια και μάλιστα ήρθε και η επικύρωση του Αρείου Πάγου να το επιβεβαιώσει.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η καταδικαστική γι’ αυτήν απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώ ήταν υπάλληλος της εταιρείας με την επωνυμία «…», με καθήκοντα διαχείρισης της επιχείρησης στη Θεσσαλονίκη:
α) κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2007 μέχρι και το μήνα Αύγουστο του έτους 2012 νόθευσε γνήσια έγγραφα και δη τις λογιστικές καρτέλες πελατών της εγκαλούσας στο ηλεκτρονικό σύστημα όπου τηρούνταν τα φορολογικά βιβλία της τελευταίας και στο οποίο είχε πρόσβαση με ιδιαίτερο ατομικό κωδικό, αλλοιώνοντας τις εγγραφές των καταβολών των ποσών από τους πελάτες έναντι των οφειλών τους, ώστε να μη εμφανίζονται στο σύστημα οι καταβολές αυτές, τις οποίες αλλοιωμένες εγγραφές στη συνέχεια τις χρησιμοποιούσε για να παραπλανήσει τους διαχειριστές και το λογιστήριο της εταιρείας για τα υπόλοιπα οφειλόμενα ποσά των πελατών της τελευταίας για τις καταβολές αυτές και
β) εντός του δεύτερου εξαμήνου του έτους 2004 κατήρτισε πλαστά έγγραφα και δη εξέδωσε επιταγές της εγκαλούσας, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του διαχειριστή της , τις οποίες έθεσε σε κυκλοφορία, προς πληρωμή δικών της ιδιωτικών αγορών και συγκεκριμένα, μία επιταγή ποσού 4.500 ευρώ, με ημερομηνία πληρωμής 17-12- 2004 και μία επιταγή ποσού 3.000 ευρώ, με ημερομηνία πληρωμής 27-1-2005, τις οποίες μεταβίβασε προς εξόφληση προσωπικών υποχρεώσεων σε επιχειρήσεις ειδών οικιακού εξοπλισμού με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της εγκαλούσας εταιρίας, συνολικού ύψους 7.500 ευρώ, στην αξία των ανωτέρω επιταγών, από τις οποίες ωφελήθηκε».
Τι αναφέρει το Ανώτατο Δικαστήριο για τη… δράση της
Κατ’ έτος τα χρηματικά ποσά που παρακράτησε αναλύονται ως εξής: για το έτος 2007 το συνολικό ποσό των 4.421,57 ευρώ, για το έτος 2008 το συνολικό ποσό των 43.180,10 ευρώ, για το έτος 2009 το συνολικό ποσό των 69.300,08 ευρώ, για το έτος 2010, το συνολικό ποσό των 99.325,82 ευρώ, για το έτος 2011, το συνολικό ποσό των 227.688,45 ευρώ και για το έτος 2012 το συνολικό ποσό των 16.674,36 ευρώ.
«Τα παραπάνω χρηματικά ποσά περιήλθαν στην κατοχή της με τους προαναφερόμενους τρόπους, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα, αφού δεν τα επέστρεψε στην εγκαλούσα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της τελευταίας, παρακρατώντας τα και ενσωματώνοντάς τα στη δική της περιουσία.
Συνολικά, ιδιοποιήθηκε παράνομα το χρηματικό ποσό των 460.590,38 ευρώ, το οποίο εισέπραξε για λογαριασμό της εταιρείας, η οποία της εμπιστεύτηκε την είσπραξη των οφειλών των πελατών της και ενώ την κάλεσε επανειλημμένα να τις επιστρέφει τα ανωτέρω, αυτή δεν τα απέδωσε και τα παρακράτησε χωρίς δικαίωμα προς τούτο» σημειώνεται.
Τα ανωτέρω χρηματικά ποσά υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα, με πρόθεση να τα αποστερήσει από την περιουσία της εγκαλούσας και να τα ενσωματώσει στη δική της περιουσία.
Και προστίθεται: «Στον παρακάτω τόπο και στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, με τις πράξεις της, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος νόθευσε γνήσια έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και με τον τρόπο αυτό προσπόρισε στον εαυτό της περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο, το δε συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ».
Απορρίφθηκαν και οι ισχυρισμοί μεταμέλειας από το Ανώτατο Δικαστήριο
Όπως ανέφερε ο Άρειος Πάγος «δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν ειλικρινή (και όχι προσχηματική) μετάνοια και επιδίωξη άρσης ή μείωσης των συνεπειών των πράξεών της, τα οποία να δικαιολογούν την αναγνώριση του αιτηθέντος ελαφρυντικού».
Σημειώνει δε: «Για την αναγνώριση της ειλικρινούς μεταμέλειας η μετάνοια πρέπει να είναι ειλικρινής και όχι προσχηματική. Η έκφραση συγγνώμης, η μετά τη σύλληψη του υπαίτιου ομολογία του εγκλήματος ή η δι’ αυτής διευκόλυνση του έργου των αστυνομικών δεν θεμελιώνουν την ελαφρυντική αυτή περίσταση. Αναλόγως, για την αναγνώριση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη απαιτείται επί μακρόν επίδειξη θετικής συμπεριφοράς πέραν της συνήθους καλής και αναμενομένης και τούτο εφόσον αποδειχθούν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που καταδεικνύουν ειλικρινή μεταστροφή του δράστη. Απορρίπτεται ο ισχυρισμός για συνδρομή του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ , διότι ο κατηγορούμενος εξακολουθεί να αμφισβητεί τμήμα της βλάβης που προκάλεσε.
Συγκεκριμένα, ως προς την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μεταμέλειας (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ), διότι δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν ειλικρινή (και όχι προσχηματική) μετάνοια και επιδίωξη άρσης ή μείωσης των συνεπειών των πράξεών της, τα οποία να δικαιολογούν την αναγνώριση του αιτηθέντος ελαφρυντικού, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η κατηγορουμένη αμφισβητεί το ύψος της οφειλής, αποδεχόμενη ένα μέρος αυτής. Ως προς την αναγνώριση τής ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2ε του ΠΚ) διότι δεν αποδείχθηκαν περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως της επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε. Ειδικότερα η παθητική καλή διαγωγή της κατηγορουμένης και η απουσία παραβατικότητας κατά τη διαβίωση της στο κοινωνικό σύνολο, δεν αρκούν για την χορήγηση του ελαφρυντικού, αλλά απαιτείται θετική δραστηριότητα, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού, περιστατικά που δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εν προκειμένω, ώστε να προκύπτει η σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα της και να δικαιολογείται η χορήγηση του αιτηθέντος ελαφρυντικού».