Για να εξελιχθεί μια κατάσταση βίαιη, απαιτείται χρόνος, προσπάθεια και δράση.

Βασική προϋπόθεση είναι να κατανοήσουμε τι εμπλέκεται στην πράξη της βίας σε γενικές γραμμές και όχι να κάνουμε αυτό που πιστεύουμε, καθώς υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη γνώση και στην κατανόηση.

Οι παράγοντες που συμβάλλουν στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει μέρος η βία είναι πολλοί και πολλές φορές αυτό που εμείς νομίζουμε ότι γνωρίζουμε μπορεί να αποβεί μοιραίο για εμάς τους ίδιους.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις φαινομενικά «κανονικές» περιστάσεις που πίσω τους κρύβονται άλλα πράγματα. Νομίζουμε ότι ξέρουμε τι συμβαίνει, αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε και σε αυτό το σημείο είναι που τα σημάδια κινδύνου παρερμηνεύονται ή αγνοούνται μέχρι η κατάσταση να ξεφύγει και να  έχει άσχημα αποτελέσματα για εμάς.

Τα σημάδια κινδύνου μπορεί να είναι:

-Οι συμπεριφορές που δεν επιφέρουν συνέπειες κάτω υπό κανονικές συνθήκες και που οδηγούν σε άγρια επίθεση υπό άλλες συνθήκες.

-Η κύρια αιτία του διαφορετικού αποτελέσματος είναι άλλοι παράγοντες  – δηλαδή η εμπλοκή ενός βίαιου ανθρώπου που τυχαίνει να μην ακούει τίποτα και κανέναν. Όταν συνδυάζονται αυτά τα δύο στοιχεία, τα αποτελέσματα είναι σχεδόν πάντα εκρηκτικά. Αναγνωρίζοντας αυτούς τους «άλλους» παράγοντες – και κατ’ επέκταση γνωρίζοντας πότε ΔΕΝ πρέπει να κάνουμε ορισμένα πράγματα πιέζοντας την κατάσταση, γίνεται βασικό στοιχείο για να μην υπάρξουν απρόσμενες συνέπειες για εμάς.

Τον αρχικό και τελικό στόχο αποτελεί η ασφάλειά μας, αφού όταν υπάρξει διατάραξη της επικοινωνίας, στο σημείο αυτό ξεκινά η κατάσταση κινδύνου.

Πρόκειται για μία σειρά επιπέδων αντιπαράθεσης που καταρρέει, δίνοντας ορμή στην κλιμάκωση μέχρι το τελικό αποτέλεσμα της ασφάλειας ή της βίας. Διαμορφώνεται σε διάφορα επίπεδα με το μικρότερο σε διάρκεια να είναι αυτό της άσκησης βίας. Αυτή η σειρά έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο σκέψης μας και το πως χειριζόμαστε την πρόκληση που παρουσιάζει η εγγύτητα μιας απειλής ή κινδύνου.

Από το έτος 2000 και πέρα, τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας παρουσιάζουν έξαρση σε βίαια περιστατικά. Είναι θέμα κοινής λογικής να προετοιμαστεί ο πληθυσμός της χώρας για μία κατάσταση που, κατά τα φαινόμενα, δεν δείχνει σημάδια βελτίωσης. Είναι χρήσιμο να εκπαιδευτεί κανείς στο να ασκεί έστω μια στοιχειώδη συμπεριφορά και συνήθειες που παρέχουν ένα μέτρο ασφάλειας. Συνήθειες που συμπεριλαμβάνουν από το να διασχίζει τον δρόμο κανονικά στα φανάρια κοιτώντας και από τις δύο πλευρές μέχρι να κλειδώνει το αυτοκίνητό του, την επιχείρησή του και το σπίτι του.

Μέρος αυτής της διαδικασίας και συνηθειών είναι, επίσης, να μάθει τι χρειάζεται για να μην «μπλέξει» σε καταστάσεις ανούσιας αντιπαράθεσης και επικίνδυνης σύγκρουσης.

Και αν κάποιος δεν έχει υπάρξει ακόμα θύμα, πλέον πρόκειται καθαρά για τύχη ή για συγκυρίες.

Αν κρίνουμε από την επαφή που έχουμε με ανθρώπους σε καθημερινή βάση στη διάρκεια της ζωής μας, δεν χρειάζεται πολύ μέχρι να εντοπίσουμε τις στιγμές που μπορεί να είχαμε βρεθεί ή βρεθήκαμε σε επικίνδυνες καταστάσεις. Η σχέση των ανθρώπων με την βία είναι καθημερινή και πάντα παρούσα.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι δεν έχουν υποστεί επίθεση. Ο κοινότερος είναι θέμα στατιστικής. Συγκριτικά, υπάρχουν λίγοι βίαιοι άνθρωποι στο ευρύτερο πληθυσμό που μπορούν εύκολα να ασκήσουν βία χωρίς πολύ σκέψη (ανάμεικτα γύρω στο 15%-20%). Το μεγαλύτερο μέρος αυτών έχει μάθει να ελέγχει τις βίαιες τάσεις του. Ο αριθμός τους αυξομειώνεται αξιοσημείωτα όταν εξετάσει κανείς τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, τον τρόπο ζωής τους (το που μένουν ή εργάζονται) και τις παρέες τους.

Ο γενικός κανόνας είναι:

Αν δεν συμμετέχετε ενεργά σε τέτοιου είδους/τρόπο ζωής ή κάνετε παρέα τακτικά με βίαιους ανθρώπους, μειώνετε σημαντικά τις πιθανότητές σας να δεχθείτε επίθεση.

Παρόλα αυτά, παραμονεύει και η κοινότερη παρανόηση σχετικά με την προσωπική ασφάλεια. Πρόκειται για άγριο ξύπνημα για όσους ΝΟΜΙΖΟΥΝ ή ακόμη ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ότι μπορούν να χειριστούν μια ακραία και αχαλίνωτη κατάσταση βίας χωρίς σοβαρή προετοιμασία.

Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο δεν δέχτηκαν επίθεση οι  περισσότεροι άνθρωποι, είναι επειδή ο εκάστοτε κακοποιός δεν είχε κίνητρο.

Δεν ήταν αυτό που κάνατε ή τη στάση και η νοοτροπία σας που τον «ανάγκασαν να υποχωρήσει». Ήταν άλλοι παράγοντες. Συνήθως, ήταν παράγοντες για τους οποίους εσείς δεν είχατε κανέναν έλεγχο και καμία γνώση. Ήταν αυτοί οι παράγοντες που οδήγησαν τον εκάστοτε βίαιο άνθρωπο ή κακοποιό στην απόφαση να μην σας επιτεθεί εκείνη τη στιγμή.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, πως όσο και αν νομίζει κάποιος ότι είναι ικανός, πάντα θα υπάρχει κάποιος άλλος που είναι ικανότερος.