Μπορεί οι ανώτατες στρατιωτικές σχολές, των όπλων και των σωμάτων, να περιλαμβάνονται εδώ και αρκετές δεκαετίες στα μηχανογραφικών των υποψηφίων στις πανελλαδικής εξετάσεις, ωστόσο χρειάστηκαν αρκετές αλλαγές ώστε από «σχολές δοκίμων» να γίνουν πανεπιστημιακά τμήματα.
Αυτό, άλλωστε, ήταν και ένα πάγιο αίτημα και των επιστημόνων που υπηρετούσαν ως Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό σε αυτές.
Σε μεγάλο βαθμό, αυτό έγινε με τον νόμο 3187/2003 που ουσιαστικά προσπάθησε να ορίσει τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ως ισότιμα με τα ΑΕΙ και να διαμορφώσει ανάλογους όρους οργάνωσης και λειτουργίας.
Βεβαίως, αυτό δεν σήμαινε ότι επιλύθηκε και τότε η ιδιότυπη αντίφαση που πάντα διαπερνά τις στρατιωτικές σχολές, δηλαδή το γεγονός ότι είναι ταυτόχρονα πανεπιστημιακά τμήματα και στρατιωτικές μονάδες εκπαίδευσης, στοιχείο που δεν αντανακλάται μόνο στο πρόγραμμα σπουδών αλλά και στη διοίκηση.
Όμως, στα χρόνια που πέρασαν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές και στο τοπίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας αλλά και στις προκλήσεις που καλούνται να απαντήσουν οι ένοπλες δυνάμεις.
Σε αυτές προσπαθεί να απαντήσει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας με τα σχετικά για τη στρατιωτική εκπαίδευση που περιλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου με τίτλο ««Ίδρυση Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας, εκσυγχρονισμός θεσμικού πλαισίου των Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, σύσταση Κοινού Σώματος Πληροφορικής στις Ένοπλες Δυνάμεις και λοιπές διατάξεις», που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση.
Ακολουθώντας τις αλλαγές στα ΑΕΙ
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση ως προς αυτό το θέμα περιλαμβάνονται «διατάξεις για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΣΕΙ), με σκοπό την περαιτέρω αναβάθμισή τους ως νευραλγικού πυλώνα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μεταξύ άλλων προβλέπεται η δυνατότητα αυτόνομης διοργάνωσης διδακτορικών σπουδών από αυτά, η απλοποίηση της διαδικασίας ίδρυσης προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών, η τροποποίηση της σύνθεσης του πειθαρχικού συμβουλίου των μελών Δ.Ε.Π. για την ευχερέστερη σύγκλησή του. Περαιτέρω καθορίζεται διαδικασία πρόσληψης επισκεπτών καθηγητών, παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων σε ερευνητικά προγράμματα και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και προσαρμογές στον ν. 3187/2003 (Α’ 233) περί λειτουργίας των Α.Σ.Ε.Ι. με σκοπό την εναρμόνιση με το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των Α.Ε.Ι.»
Αυτό μεταφράζεται στο ότι πλέον θα μπορούν τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα να «Να διοργανώνουν αυτοτελώς, ή από κοινού με τα Α.Ε.Ι., προγράμματα δευτέρου και τρίτου κύκλου σπουδών [Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.) και Προγράμματα Διδακτορικών Σπουδών (Π.Δ.Σ.), αντίστοιχα], σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.), καθώς και να διεξάγουν επιστημονική έρευνα σε τομείς ενδιαφέροντος των Ενόπλων Δυνάμεων.»
Αυτό συμπληρώνεται από διατάξεις που ορίζουν τη διάρθρωσή τους όχι μόνο σε Τμήματα, αλλά και τη δυνατότητά τους να οργανώνουν προγράμματα δευτέρου και τρίτου κύκλου σπουδών, δηλαδή να μπορούν να προσφέρουν μεταπτυχιακά αλλά και διδακτορικά (συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών που πρόσφατα καθιερώθηκαν) είτε αυτοτελώς είτε σε συνεργασία με τα ΑΕΙ και άλλους ερευνητικούς φορείς.
Την ίδια στιγμή θα παραμείνουν μεν υπό την εποπτεία του ΥΕΘΑ και των Γενικών Επιτελείων, όμως θα αξιολογούνται και θα πιστοποιούνται από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, στοιχείο άλλωστε που είναι απαραίτητο για να θεωρούνται ότι όντως προσφέρουν πτυχία ανώτατης εκπαίδευσης.
Ως προς τη διοίκηση το νομοσχέδιο τροποποιεί το ισχύον πλαίσιο εισάγοντας δύο συλλογικά όργανα. Από τη μια το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο είναι παραλλαγή του ισχύοντος πλαισίου και είναι ένα όργανο όπου συνυπάρχουν οι εκπρόσωποι της στρατιωτικής και της ακαδημαϊκής διοίκησης. Εισάγεται, όμως, και το «ακαδημαϊκό συμβούλιο» που αποτελείται από το ακαδημαϊκό προσωπικό, κατά το πρότυπο αντίστοιχων οργάνων στα ΑΕΙ, και που έχει αρμοδιότητες για αμιγώς ακαδημαϊκά θέματα, π.χ. τη συγκρότηση των εκλεκτορικών σωμάτων για την εκλογή και εξέλιξη των μελών ΔΕΠ. Είναι σαφές ότι γίνεται μια προσπάθεια να διατηρηθεί τόσο ο «διφυής» χαρακτήρας της διοίκησης, αλλά και να υπάρξει και μια σχετικά αυτοτελής διαχείριση ακαδημαϊκών θεμάτων, κάτι που άλλωστε έχει σημασία και στο πλαίσιο της κατοχύρωσης Α.Σ.Ε.Ι. ως πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Παράλληλα με τις αλλαγές στα οργανωτικά εισάγονται και αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο εκλέγονται και εξελίσσονται τα μέλη ΔΕΠ, την κατανομή τους σε βαθμίδες (αφού όπως και στα ΑΕΙ καταργείται η βαθμίδα του λέκτορα) κατ’ αναλογία προς τις αλλαγές που έχουν υπάρξει και για τα ΑΕΙ, αλλά και για τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και ασυμβίβαστα των μελών ΔΕΠ. Παράλληλα, υπάρχουν και αναπροσαρμογές ως προς το πειθαρχικό δίκαιο για τα μέλη ΔΕΠ των Α.Σ.Ε.Ι. αλλά και τη σύνθεση του αντίστοιχου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Κέντρα Αριστείας και στα Α.Σ.Ε.Ι.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η δυνατότητα να αναδεικνύονται μέσα στα Α.Σ.Ε.Ι. «Κέντρα Αριστείας. Υπενθυμίζουμε ότι με τον Ν. 4653/2020 εισήχθη ο θεσμός των «Κέντρων Αριστείας» με σκοπό την επιβράβευση και υποστήριξη βέλτιστων πρακτικών ποιότητας και καινοτομίας στα ΑΕΙ. Πλέον, με βάση την προτεινόμενη ρύθμιση «τα Α.Σ.Ε.Ι. δύναται να αναδειχθούν σε Κέντρα Αριστείας με βάση όσα ορίζονται στο άρθρο 19 του ν. 4653/2020 (Α’ 12). Κριτήρια για την ανάδειξη των Κέντρων Αριστείας είναι ιδίως η εξαιρετική ποιότητα και αποτελεσματικότητα του διδακτικού και ερευνητικού έργου, η αποτελεσματική δομή και οργάνωση των συναφών προγραμμάτων σπουδών, η σύνδεση διδασκαλίας και έρευνας και η υψηλή ποιότητα των υποστηρικτικών υπηρεσιών.».